Ο φόβος στην ποίηση


Στην ελληνική μυθολογία, ο Φόβος εμφανίζεται στον κόσμο από το ζευγάρωμα του Άρη με την ερωμένη του Αφροδίτη. Μαζί με τον αδελφό του Δείμο ή Τρόμο,  ακολουθεί πάντα τον πατέρα του σε  όλους τους μεγάλους πολέμους. « Ο φονικός Άρης ορμά στη μάχη κι έχει κοντά του τον Φόβο, τον δυνατό και ατρόμητο γιό του, που και τον γενναιότερο πολεμιστή φοβίζει» (Ιλιάδα, Ν299).

Αλλά και στο Ηλιακό μας Σύστημα, εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια, ο Φόβος είναι ήδη παρών, ένας μικρός δορυφόρος που μαζί με τον προσόμοιο του Δείμο ή Τρόμο, συνοδεύουν τον πλανήτη Άρη στην περιφορά του γύρω από το μεγάλο, φωτεινό άστρο του Ήλιου. Η Γη καθώς περιστρέφεται συνεχώς ανάμεσα στη θερμή Αφροδίτη και τον ηφαιστειώδη κόκκινο  Άρη, γνωρίζει από τότε τον Φόβο.

«Φόβος Κυρίου, αρχή σοφίας» διδάσκει ο βασιλιάς του αρχαίου Ισραήλ Σολομών (Παροιμίες 7), προσδίνοντας μια διαφορετική υπόσταση στον Φόβο: άμορφος, ακαθόριστος αλλά συνεχώς παρών στις Ιερές Γραφές είναι ο κραταιός παραστάτης του Θεού στη σχέση του με τον άνθρωπο. «Δόξα και καύχημα», «ανώτερος από κάθε αρετή» (Σοφ.Σειράχ Κ1,11/ Σολ. 23,27) είναι ο  υπέρτερος παιδαγωγός του άνθρωπου στην πορεία του προς την καθαγίαση. «Το μεγαλύτερο αγαθό δεν είναι η απόκτηση χρημάτων, αλλά η απόκτηση φόβου για τον Θεό» συμπληρώνει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Ανδριάντας ομιλία Β).

Στη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία αργότερα,  ο Φόβος είναι πλέον μόνον ανθρώπινος και μάλιστα πανανθρώπινος. Ως  υπαρξιακή αγωνία διαφορετικά εκφραζόμενη σε κάθε άνθρωπο απασχολεί τον Δανό θεολόγο και φιλόσοφο Κίρκεγκωρ. Ο υπαρξιστής Μάρτιν Χάιντεγκερ τον ταυτίζει με το άγχος του ανθρώπου για τον μηδενισμό του μετά θάνατον, επίγνωση που μπορεί ωστόσο να τον οδηγήσει στην αυθεντικότητα της ύπαρξης του ενόσω ζει.  Ο  ψυχαναλυτής Φρόυντ τον συναντά και τον μελετάει στα βάθη της ταραγμένης ψυχής,  στις ασυνείδητες λειτουργίες  της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Η Ποίηση συναντιέται και συνδιαλέγεται με τον Φόβο  από καταβολής κόσμου. Πανάρχαιοι και οι δύο, συμπορεύονται στον χρόνο, ο Φόβος ως έμφυτο αίσθημα που υπακούει στο αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η Ποίηση ως διέξοδος και έκφραση του. Πριν καν την ανακάλυψη της γραφής, στις πρωτόγονες ακόμα τελετουργίες, ο άνθρωπος εκτονώνει το δέος του για τη ζωή και τον θάνατο με επιφωνήματα, κραυγές, ιαχές και θρήνους. Ο άναρθρος αυτός πρώτος ποιητικό λόγος,  ενώ εξελίσσεται σε προφορική και γραπτή έκφραση συνεχίζει  τη στενή σχέση του με τον Φόβο σε μυθολογίες, κοσμογραφίες, ιερά συγγράμματα, φιλοσοφίες και επιστήμες, με κείμενα που αγγίζουν  συχνά την  υψηλή ποίηση.

Στην  Ποιητική του, ο  Αριστοτέλης,  στον ορισμό της Τραγωδίας, διακρίνει τον ‘Ελεο και τον Φόβο  ως μέσα κάθαρσης για την ψυχική αγωνία  του θεατή που μετέχει στα δρώμενα:  ο  ’Ελεος είναι το συναίσθημα της συμπόνιας  που αισθάνεται ο θεατής βλέποντας τον ήρωα να υποφέρει, ο Φόβος είναι η αγωνία του για την αβεβαιότητα της δικής του μοίρας καθώς ταυτίζεται με τον ήρωα.  Μέσα από τον Έλεο και τον Φόβο επέρχεται τελικά  η «κάθαρση» της ψυχής του θεατή, ένα «ξεκαθάρισμα» των συγκινήσεων που έχει νιώσει, η ανακούφιση από την αναγνώριση και επίγνωση τους, η επακόλουθη αίσθηση της ψυχικής γαλήνης.  Η Ποιητική μιλά για την ψυχολογική και ηθική αξία της τραγικής ποιητικής τέχνης, αξίες που αναγνωρίζει κανείς σε  κάθε μορφή της ποίησης.


….Φοβάμαι τους ανθρώπους/που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν/ και τώρα σε λοιδορούν/ γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο./Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους./Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.»..[Μανόλης Αναγνωστάκης «Φοβάμαι»]

…. Ήρθε ο φόβος και σάρωσε/ όλα τα πάθη./ Ο έρωτας τώρα μοιάζει/ πότε με ζητιάνο στη γωνιά/ και πότε με γελωτοποιό χωρίς δουλειά/ αφού κανέναν πια δεν κάνει να γελάσει / Ένα είναι το πάθος· ο φόβος/ π’ απλώνεται σαν σάβανο/ και όλα τα σκεπάζει./ Φόβος για την κατάρρευση της φύσης, του κορμιού, του κόσμου….[ Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ «Φόβος το νέο πάθος»]

…  Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,/ οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,/ στις λόχμες του ὁ φόβος ενεδρεύει./

Ζώα μικρά και ζώα άγρια το κατοικούν,/ ὄχεντρες έρπουν και ρημάζουν τις φωλιές μας,/ λιοντάρια ετοιμάζονται να μας ξεσκίσουν…[Ντίνος Χριστιανόπουλος «Το Δάσος»]

Ψες, εφοβήθηκα πολύ το θάνατο, –/ μέσ’ στο σκοτάδι και στο ψύχος – όλες εκείνες οι πόρτες ανοιχτές τον άφηναν ελεύθερον νάρθει κοντά μου./ Τον προμηνούσε το ψυχρό σκοτάδι./ Μονάχο ήταν το σώμα μου και φοβισμένο,/ που φοβούνταν, δεν μπορούσε/ με τη ζωή του να επιβληθεί,/ δεν πίστευε σ’ αυτή,… [Ζωή Καρέλλη «Φόβος»]

– Μάνα μου , σκιάζομαι πολύ/   Μη πεθαμένοι βγούνε./ – Σώπα , παιδάκι μου/  οι νεκροί/   Την πλάκα τους βαστούνε. [ Διονύσιος Σολωμός «Το κοιμητήρι»]

 …Τη μιαν ημέρα έτρεμα/ την άλλην ανατρίχιαζα/ μέσα στο φόβο/ μέσα στο φόβο /πέρασε η ζωή μου…» (Μίλτος Σαχτούρης)

Εκείνος που μ’ ανέκρινε/ ήξερε πως φοβόμουν/ μα δεν του αρκούσε / ήθελε να με κάνει/ κι άλλο να φοβηθώ/ αυτό ήταν το λάθος του/ γιατί είχα φτάσει πια/ εκεί που τελειώνει ο φόβος./ Δεν του απάντησα σε τίποτα/ έχει κι ο φόβος τα όριά του/ όμως αυτό δεν το ήξερε/ όπως δεν το ήξερα κι εγώ/ αργότερα το κατάλαβα/ πόσο φοβόταν κι εκείνος…[ Τίτος Πατρίκιος «Η ανάκριση»]

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,/ με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,/ λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε/ για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο /τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί./ Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο / ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά)…. [Κ. Καβάφης «Τελειωμένα»]

Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα./ Ό,τι διαβάζετε,/είναι ο τρόμος της ψυχής μου./ Δοσμένος σε παραλλαγές. [ Χρίστος Λάσκαρης «Ο τρόμος μου σε παραλλαγές»]

Τυχαία επιλεγμένα αποσπάσματα από την ελληνική ποίηση αποδίδουν μορφή και σχήμα σε «παραλλαγές» του πολυπρόσωπου Φόβου, έγκλειστου στην ανθρώπινη ψυχή: «φοβάμαι τους ανθρώπους’, «ήρθε ο φόβος και σάρωσε όλα τα πάθη», «δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας… ο φόβος ενεδρεύει», «ψες, εφοβήθηκα πολύ το θάνατο», «μάνα μου , σκιάζομαι πολύ μη πεθαμένοι βγούνε», «μέσα στον φόβο πέρασε η ζωή μου», «έχει κι ο φόβος τα όρια του», «ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (του φόβου)», «ό,τι διαβάζετε, είναι ο τρόμος της ψυχής μου»…

Σε όλες σχεδόν τις σελίδες της παγκόσμιας ποίησης  ο Φόβος δηλώνει παρών. Μέσω της ποίησης όμως  αλλάζει υπόσταση: ανακτά τις πραγματικές αναλογίες του όταν ο ποιητής  τολμά να ανελκύσει το φάντασμα του από τα βάθη του άλογου κόσμου στην επιφάνεια του εαυτού και να αντικρύσει το πραγματικό σχήμα του, ποτέ τόσο απειλητικό όσο φοβόταν. Και ο αναγνώστης, από την πλευρά του, ενώ ακολουθεί τα ψυχικά δρώμενα στο ποίημα, συμμερίζεται την εναγώνια εξέλιξη τους ταυτιζόμενος με τον ποιητή, ως  «όμοιος» του. Τελικά το ποίημα  οδηγεί και τον ποιητή και τον αναγνώστη στην  καίρια κίνηση τους προς τον  Φόβο, όχι πλέον υπό αυτόν. Είναι ίσως αυτή  η «καθαρτήρια» κίνηση της ψυχής  με την καθολικότερη σημασία του Αριστοτελικού όρου.

Μάρω Παπαδημητρίου

Φωτογραφίες: Άσπα Πετροπούλου

Πηγήpoeticanet

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Έριχ Φρομ – Ο φόβος του θανάτου η επιβεβαίωση της ζωής

Οδυσσέας Ελύτης – Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -