Ρίχαρντ Ντάβιντ Πρεχτ – Ένα εντελώς φυσιολογικό απίθανο

depression_of_love_blue-jay-aldersΤι είναι ο έρωτας; 


ΤΟ 1968 ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ δε λειτουργούσαν πια όπως παλιότερα. Το φοιτητικό κίνημα είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του και τα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης ήταν οι βασικές εστίες εξέγερσης.

Ειδικά στο Τμήμα Κοινωνιολογίας στη Φρανκφούρτη η διαμάχη ανάμεσα σε φοιτητές και καθηγητές έπαιρνε πρωτοφανείς διαστάσεις. Ο Γιούργκεν Χάμπερνας και ο Τέοντορ Αντόρνο ήταν ιδεολογικά πολύ κοντά στους φοιτητές αλλά δε συμμερίζονταν την επαναστατική τους ορμή. Παρ’ ότι συμφωνούσαν ότι η Ομοσπονδιακή Γερμανία ήταν ένα « αντιδραστικό» κράτος του «ύστερου καπιταλισμού», πίστευαν ότι δεν μπορούσε να αλλάξει με βίαιες μεθόδους.

Η κρίση ξέσπασε τον χειμώνα του 1968-1969.Ο Αντόρνο γιουχαϊστηκε στα μαθήματα και το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών κατελήφθη από τους φοιτητές. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Αντόρνο εγκατέλειψε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Τότε τέθηκε το πρόβλημα πώς θα βρισκόταν γρήγορα κάποιος που θα ήταν ικανός να αντικαταστήσει το μεγάλο κοινωνιολόγο, και μάλιστα στη μέση του εξαμήνου.

LuhmannΠρος έκπληξη όλων, αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε στο Μύνστερ: ήταν σαράντα ενός ετών και είχε ειδικευτεί στα κοινωνικά συστήματα. Το όνομά του Νίκλας Λούμαν. Ο τίτλος του σεμιναρίου του: «Ο έρωτας ως πάθος». Ακαδημαϊκό μάθημα για τον έρωτα, τη στιγμή που η κοινωνιολογία και όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες συζητούσαν τον ύστερο καπιταλισμό και το μέλλον του; Ποιος είναι αυτός ο τύπος που μέσα στη δίνη της φοιτητικής εξέγερσης αφιερώνει τα μαθήματά του σε μια «θεωρία του ιδιωτικού χώρου»;

Μπροστά του, στο μεγάλο αμφιθέατρο του δευτέρου ορόφου στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, είχε καμιά εικοσαριά φιλομαθείς αλλά και «φιλοπόλεμους» φοιτητές. Ο Λούμαν γεννήθηκε το 1927 στο Λούνεμπουργκ. Ο πατέρας του είχε μπιραρία και η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια Ελβετών ξενοδόχων. Λίγο προτού πάρει απολυτήριο από το λύκειο Γιοχάνεουμ, υπηρέτησε ως βοηθητικός στην πολεμική αεροπορία και το 1945 πιάστηκε αιχμάλωτος των Αμερικάνων. Το 1946 πήρε επιτέλους απολυτήριο και μπήκε στη Νομική Σχολή του Φράϊμπουργκ. Μετά τις εξετάσεις του για άδεια εξάσκησης επαγγέλματος διορίστηκε στο Ανώτερο Διοικητικό Δικαστήριο του Λούνεμπουργκ και στη συνέχεια του Αννόβερου. Επειδή έπληττε φοβερά, καταβρόχθιζε βιβλία όλων των εποχών και περί διαφόρων θεμάτων, σημειώνοντας ό,τι του φαινόταν ενδιαφέρον.

Το 1960 έμαθε κατά τύχη ότι μπορούσε να φοιτήσει για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Εκεί ο Λούμαν σπούδασε επιστήμες διοίκησης και γνώρισε τον περίφημο Αμερικανό κοινωνιολόγο Τάλκοτ Πάρσονς. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πάρσονς η κοινωνία χωρίζεται σε λειτουργικά συστήματα που είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Η ιδέα άρεσε στο Λούμαν.


lhumanΕπιστρέφοντας στη Γερμανία, δέχτηκε θέση ταπεινού βοηθού στη Σχολή Διοίκησης στην πόλη Σπάϋερ. Κανείς δεν αντιλαμβανόταν ότι είχε υπερβολικά προσόντα γι’αυτή τη δουλειά, μέχρι που ο Λούμαν δημοσίευσε το Λειτουργίες και συνέπειες της οργάνωσης, ένα βιβλίο που εντυπωσίασε δύο κοινωνιολόγους από το Πανεπιστήμιο του Μύνστερ. Ο Χέλμοντ Σέσκυ, από τους επιφανέστερους Γερμανούς κοινωνιολόγους της εποχής, κατάλαβε ότι είχε μπροστά του έναν κοιμισμένο γίγαντα. Όπως ο Μπέρτραντ Ράσσελ ανακάλυψε τον Βιτγκενστάϊν στο Κέμπριτζ, ο Σέλσκυ είδε στο Λούμαν μια παραγνωρισμένη ιδιοφυϊα. Ο Λούμαν δεν έδειξε ενθουσιασμό για ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, και ο Σέλσκυ κατάφερε με πολύ κόπο να τον πάρει κοντά του στο Μύνστερ ώστε «να μην περάσει στην ιστορία ως ο μοναδικός ανώτερος κυβερνητικός σύμβουλος χωρίς διδακτορικό τίτλο».

Το 1966 σε ηλικία τριάντα εννέα ετών, ο Λούμαν υποστήριξε τη διατριβή του με το βιβλίο που είχε ήδη εκδοθεί στο Σπάυερ- μια ακόμα ομοιότητα με τον Βιτγκενσταιν και μια σπάνια διαδικασία για το γερμανικό πανεπιστημιακό σύστημα. Την ίδια χρονιά, γεγονός ακόμα σπανιότερο, ανακηρύχθηκε καθηγητής στο Μπίλεφελντ, σε μια έδρα που ο Σέλσκυ προετοίμασε ειδικά γι’αυτόν. Ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1968 και, καθώς τα μαθήματα δεν είχαν ακόμα οργανωθεί, πέρασε το χειμώνα 1968-69 ως αντικαταστάτης του Αντόρνο στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.

Μέχρι να πάρει σύνταξη το 1993, ο Λούμαν εργαζόταν στο Μπίλεφελντ, όπου και διέμενε τα δέκα πρώτα χρόνια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του μετακόμισε στη μικρή πόλη Ερλινγκχάουζεν στο δάσος του Τόιτομπουργκ, όπου οι μέρες του ήταν οργανωμένες με αυστηρό τρόπο. Εργαζόταν πάνω στα βιβλία του από το πρωί μέχρι το βράδυ με μια μικρή διακοπή το μεσημέρι, όταν έβγαινε βόλτα με το σκύλο του. Ο Λούμαν πέθανε από λευχαιμία το 1998 σε ηλικία εβδομήντα ενός ετών. Ο Σέλσκυ είχε δίκιο. Αυτός ο ειδήμονας της διοίκησης εξελίχθηκε σε γίγαντα της κοινωνιολογίας. Το να τον παρουσιάζουμε ως φιλόσοφο του έρωτα είναι λιγάκι τεχνητό. Παρ’όλα αυτά, ίσως ένα τέτοιος χαρακτηρισμός να του άρεσε. Από το Λούμαν δεν έλειπε το χιούμορ.

Επιλέγοντας από το έργο του μόνο ό,τι αφορά τον έρωτα, μοιάζει σαν να χαρακτηρίζουμε τον Καντ φιλόσοφο της θρησκείας και τον Ντεκαρτ απλό γιατρό. Κι όμως, αυτή η προσέγγιση δεν είναι παράλογη: το ζήτημα του έρωτα μας δίνει μια ιδέα του σύνθετου έργου του Λούμαν. Αλλά προτού προχωρήσουμε, πρέπει να παρουσιάσουμε συνοπτικά τη θεωρία του. Αυτό που τον ενδιέφερε προπάντων ήταν πώς λειτουργεί η κοινωνία. Βρήκε λοιπόν μια αφετηρία στη θεωρία των συστημάτων του Πάρσονς και μια δεύτερη αφετηρία στη βιολογία. Το πράγμα δεν ήταν ασυνήθιστο: ένας από τους θεμελιωτές της βιολογίας, ο Χέρμπερτ Σπένσερ, σύγχρονος του Δαρβίνου, είχε ήδη προσεγγίσει την κοινωνιολογία μέσω της ψυχολογίας , που και αυτή την ανήγαγε στη βιολογία.

Αλλά ο Λούμαν έδειχνε σκεπτικισμό μπροστά σ’ένα μοντέλο που, μετά την παρατήρηση απλών οργανισμών, συμπέραινε ότι η κοινωνία είναι ένας μεγάλος, οικουμενικός οργανισμός. Συμφωνούσε ότι η εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων μπορούσε να εξηγηθεί μέσω της θεωρίας της εξέλιξης, όπως έκανε ο Πάρσονς, αλλά διαφωνούσε ότι τα κοινωνικά συστήματα ήταν μια περίπλοκη μορφή βιολογικών συστημάτων. Γιατί; Επειδή τα κοινωνικά συστήματα δεν προέρχονται από οργανική ανταλλαγή του μετασχηματισμού της ύλης και της ενέργειας, αλλά από ανταλλαγή της επικοινωνίας του νοήματος. Η επικοινωνία και το νόημα είναι πράγματα τόσο διαφορετικά από τις πρωτεϊνες, για παράδειγμα, ώστε η υπερβολική ανάλυση των βιολογικών βάσεων είναι ανώφελη για τον κοινωνιολόγο. Τον Λούμαν δεν τον ενδιαφέρει το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι ζωντανά όντα και κατά συνέπεια «κοινωνικά ζώα» – αναζητεί στη βιολογία κάτι τελείως διαφορετικό.

Ο Λούμαν βρήκε στο έργο του Χιλιανού νευροβιολόγου Ουμπέρτο Ματουράνα και του Φρανσίσκο Βαρέλα, μαθητή του Ματουράνα, μια κινητήρια δύναμη για το δικό του έργο. Ο Ματουράνα ήταν ένας από τους θεμελιωτές της «θεωρητικής βιολογίας». Στη δεκαετία του 1960, αυτός ο ειδικός στην αναγνώριση των χρωμάτων από τον εγκέφαλο ασχολούνταν με το ερώτημα «τι είναι ζωή». Και εξηγούσε πως πρόκειται για «ένα σύστημα που γεννιέται και οργανώνεται μόνο του». Όπως ο εγκέφαλος παράγει μόνος του την ύλη που τον αποτελεί, η πρωταρχική μέριμνα των οργανισμών είναι η διατήρηση της ζωής, δηλαδή η γέννησή τους. Ο Ματουράνα ονόμασε το φαινόμενο «αυτοποίηση». Όταν το 1969 παρουσίασε την άποψή του σε ένα συνέδριο στο Σικάγο, ο Νίκλας Λούμαν είχε την ίδια ηλικία και μόλις άρχιζε τα μαθήματά του στο Μπίλεφελντ. Τα περί «αυτοποίησης» του κέντρισαν το ενδιαφέρον.

Ο Χιλιανός νευροβιολόγος δεν είχε μόνο περιγράψει την αυτοδημιουργία της ζωής και του εγκεφάλου αλλά είχε δώσει έναν καινούριο ορισμό στην ιδέα της επικοινωνίας. Για τον Ματουράνα, όταν επικοινωνούμε, εκτός του ότι μεταβιβάζουμε μια πληροφορία οργανώνουμε ένα ολόκληρο σύστημα με τη βοήθεια της γλώσσας που χρησιμοποιούμε, όποια και αν είναι η δομή της. Τα βακτηρίδια αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και σχηματίζουν ένα οικοσύστημα. Οι περιοχές του εγκεφάλου επικοινωνούν μεταξύ τους και γεννούν ένα νευρωνικό σύστημα που ονομάζουμε συνείδηση.

Τα κοινωνικά συστήματα δεν είναι λοιπόν ένα αυτοποιητικό σύστημα που γεννιέται από τη γλωσσική (άρα συμβολική) επικοινωνία; Η εργασία του Λούμαν συνίστατο στην ακριβή περιγραφή των κοινωνικών συστημάτων στη βάση της ιδέας της επικοινωνίας. Έβρισκε στην αυτοποίηση ένα θεμέλιο χωρίς οικοδόμημα. Ακόμα κι αν ο Ματουράνα θα αντιμετώπιζε στη συνέχεια με πολύ σκεπτικισμό αυτή τη φιλόδοξη μεταφορά, ο κοινωνιολόγος του Μπίλεφελντ ξεπέρασε το Χιλιανό νευροβιολόγο και όλους όσοι βρίσκονταν στην αφετηρία αυτής της ιδέας. Ο Λούμαν δεν έγινε μόνο ένας από τους πιο σχολαστικούς παρατηρητές των κοινωνικών διαδικασιών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα αλλά ολόκληρη «πνευματική ήπειρος» μοναχός του. Η αφετηρία από την ιδέα της «επικοινωνίας» ήταν ήδη μια επανάσταση. Μέχρι τότε οι κοινωνιολόγοι είχαν μιλήσει για ανθρώπινες ζωές, για φυσιολογικούς και μη φυσιολογικούς τρόπους συμπεριφοράς, για κοινωνικούς ρόλους, για θεσμούς και για πράξεις. Στη σκέψη του Λούμαν οι άνθρωποι δε δρουν: όλα παράγονται μέσω της επικοινωνίας. Ούτε έχει σημασία ποιος επικοινωνεί. Σημασία έχει μόνο «ποιο είναι το αποτέλεσμα». Στην ανθρώπινη κοινωνία δεν υπάρχει ανταλλαγή ύλης και ενέργειας όπως στα βακτηρίδια, δεν υπάρχουν νευρώνες όπως στον εγκέφαλο, υπάρχουν προσδοκίες.

Πώς ανταλλάσσονται αυτές οι προσδοκίες; Τι προκύπτει απ’ αυτές; Με άλλα λόγια, πώς η επικοινωνία επιτυγχάνει να ανταλλάσσει προσδοκίες, ώστε αυτό να γεννά σύγχρονα κοινωνικά συστήματα που να λειτουργούν ισορροπημένα και ανεξάρτητα από άλλες επιρροές; Συστήματα όπως η πολιτική, η οικονομία, το δίκαιο, η επιστήμη, η θρησκεία, η εκπαίδευση, η τέχνη ή ο έρωτας;

Ακόμα και ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως ένα σύστημα φτιαγμένο από προσδοκίες, ή ακριβέστερα από κώδικες. Το έργο του Λούμαν Ο έρωτας ως πάθος– που εκδόθηκε δεκαπέντε χρόνια μετά την εμφάνισή του στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης- ήταν ένα βιβλίο για την ιστορία και το παρόν των ερωτικών κωδίκων.

Αυτό που εννοούμε ως «έρωτα», μας λέει ο Λούμαν, είναι λιγότερο συναίσθημα και περισσότερο κώδικας, και μάλιστα «αστικός», μιας και γεννήθηκε το 18ο αιώνα. Η φράση «Σ’ αγαπώ!» είναι κάτι περισσότερο από μια αίσθηση, όπως, παραδείγματος χάρη, το να πούμε « Με πονάει η κοιλιά μου». Με το «Σ’ αγαπώ» εννοούμε ένα ολόκληρο σύστημα υποσχέσεων και προσδοκιών. Όποιος διαβεβαιώνει τον άλλο για τον έρωτά του του υπόσχεται ότι το συναίσθημα είναι στέρεο και ότι θα κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει την ανταπόδοση, ότι είναι έτοιμος να συμπεριφερθεί σαν ερωτευμένος, ό,τι και αν επισύρει αυτό για τον άλλο μέσα στην κοινωνία μας.

Η ανάγκη του έρωτα γεννιέται επίσης από μια μορφή σχέσης με τον εαυτό μας. Όσο λιγότερο ορίζεται ο άνθρωπος από στέρεο κοινωνικό πλαίσιο σε ένα συγκεκριμένο τόπο, τόσο περισσότερο έχει ανάγκη να αισθανθεί τον εαυτό του ως κάτι σπουδαίο- ως ένα άτομο. Όμως οι σύγχρονες κοινωνίες δε διευκολύνουν τα πράγματα. Αποσυντίθεται σε μια σειρά λιτανείες κοινωνικών συστημάτων, αυτοποιητικών κόσμων που έχουν μια και μοναδική έγνοια, τη διατήρηση του συστήματος.

Στην περιγραφή του Λούμαν, τα συστήματα συμπεριφέρονται όπως οι οργανισμοί στη δαρβινική συνθήκη. Χρησιμοποιούν το περιβάλλον για να συντηρηθούν. Έτσι, δε μένει πολύς χώρος για τα άτομα. Τα δέκα χρόνια που πέρασε ο Λούμαν στο χώρο της διοίκησης τον έπεισαν ότι τα κοινωνικά συστήματα δεν ενδιαφέρονται για την ατομικότητα. Το μεμονωμένο άτομο σκορπίζεται σήμερα ανάμεσα σε διάφορα πεδία: είναι πατέρας ή μητέρα, έχει κάποιον επαγγελματικό ρόλο καθώς και κάποιο χόμπι, είναι μέλος μια διαδικτυακής ομάδας, γείτονας, φορολογούμενος, σύζυγος κτλ.- είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς μια ενιαία ταυτότητα. Αυτό που λείπει είναι η επιβεβαίωση στον καθρέφτη ότι πρόκειται για κάτι ολοκληρωμένο, ένα άτομο.

Αυτή την «αυτο-αναπαράσταση» επιτυγχάνει, σύμφωνα με τον Λούμαν, ο έρωτας- αυτή είναι άλλωστε η λειτουργία του. Μια μορφή επικοινωνίας σπανιότερη, άρα «απίθανη», κι όμως φυσιολογική. Ο έρωτας είναι μια δυνατότητα – απίθανη αλλά εντελώς φυσιολογική- «να βρεις την ευτυχία μέσα στην ευτυχία ενός άλλου». Η εικόνα που έχουμε για τον άλλο μεταβάλλεται και ορίζεται σε τέτοιο βαθμό από τον έρωτα, ώστε ο άλλος χάνει τις πραγματικές του διαστάσεις. Αυτό είναι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτηριστικό του έρωτα: ο ερωτευμένος βλέπει μόνο το χαμόγελο, όχι το κενό ανάμεσα στα δόντια. Όπως γράφει ο Λούμαν με το αμίμητο φλέγμα του,

«Η εξωτερική εικόνα αποσυναρμολογείται,οι εσωτερικές εντάσεις οξύνονται. Στο εξής η σταθερότητα εξασφαλίζεται μέσω προσωπικών πόρων».

Εννοείται ότι αυτή η διαδικασία κατά την οποία οι ερωτευμένοι συντονίζουν τις προσδοκίες τους είναι επισφαλής, εκτίθεται σε απογοητεύσεις. Ο πιο εύθραυστος κώδικας- κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο του έρωτα- εξασφαλίζει το μεγαλύτερο βαθμό σταθερότητας. Όσο περισσότερο σίγουρος είναι αυτός που αγαπάει ότι θα ικανοποιηθούν οι προσδοκίες του σε επίπεδο σταθερότητας, τόσο λιγότερες δονήσεις έχουν οι ερωτικές σχέσεις- με την καλή και με την κακή έννοια. Οι «προσδοκίες των προσδοκιών» που ικανοποιούνται πλήρως εκμηδενίζουν το απρόοπτο που αποτελεί γνώρισμα του έρωτα.

couple-shadowΗ ρομαντική ιδέα του έρωτα ως ενότητα συναισθήματος, ερωτικής επιθυμίας και αρετής είναι πάντα, σύμφωνα με τον Λούμαν, μια υπερβολική απαίτηση. Το να βρει κανείς νόημα στο σύμπαν του άλλου- ακόμα και για μικρό χρονικό διάστημα-είναι ήδη πολύ. […] Πράγματι,η αντίληψη του έρωτα, όπως γίνεται κατανοητός στο κοινωνικό περικείμενο, δεν προκαλεί πολλές αμφισημίες. Στη ζωή καταλαβαίνουμε σχεδόν πάντα τι λέγεται. Όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα το ότι η αντίληψη του «έρωτα» υπό την έννοια του Λούμαν, δηλαδή ως ανάγκη «αυτό- αναπαράστασης» στο βλέμμα του άλλου, καλύπτει μόνο μια περίπτωση ανάμεσα σε άλλες: η βιολογική και κοινωνική της σημασία είναι περιορισμένη. Σίγουρα δεν ισχύει για το εν τη γενέσει του ερωτικό αίσθημα.

Το να ποθούμε κάποιον δε σημαίνει αναγκαστικά πως θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον εαυτό μας στο βλέμμα του. Αν ίσχυε αυτό, ο έρωτας μιας έφηβης για έναν ποπ σταρ θα ήταν εξ ορισμού πιο ηλίθιος απ’ όσο είναι ήδη. Και η ανάγκη για σεξ που συμβαδίζει συχνά με το ερωτικό αίσθημα δεν είναι αναγκαστικά μια ανάγκη για ολοκληρωτική εμπειρία. Το σεξ είναι για μερικούς κάτι που πρέπει να πραγματοποιηθεί αμέσως και για άλλους κάτι που πρέπει να αναβληθεί. Καμιά φορά, αντί να περιμένουμε την επιβεβαίωση της ταυτότητάς μας, αναζητούμε ακριβώς το αντίθετο, ένα παιχνίδι με μάσκες ή ρόλους, ένα μυστήριο που μπορεί να εξάψει τη σεξουαλική επιθυμία. […]

Layout 1Αν και ο έρωτας συμβαδίζει με τη σεξουαλική ευχαρίστηση, το αντίστροφο δεν ισχύει πάντα. Αν ίσχυε, οι άνθρωποι που αρέσκονται στην πορνογραφία θα ήταν μονίμως ερωτευμένοι. Τι μπορούμε να πούμε λοιπόν για τον έρωτα; Που βρίσκεται η αλήθεια ανάμεσα στον εγκέφαλο και στον Λούμαν; Ό,τι είναι καινούριο διεγείρει, ό,τι μας ξαφνιάζει μας ερεθίζει- θετικά ή αρνητικά.Το ελάχιστα πιθανό διεγείρει περισσότερο από το πιθανό, το προβλέψιμο. Η αβεβαιότητα ταράζει- και πάλι τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Σε όλα αυτά τα σημεία η νευροβιολογία και η θεωρία των συστημάτων συμφωνούν. Ο έρωτας είναι «ένα εντελώς φυσιολογικό απίθανο» από βιοχημική και κοινωνιολογική άποψη: εμπειρία της εξαίρεσης που ρυθμίζεται σύμφωνα με τα γνωστά βιοχημικά μοντέλα και τους γνωστούς κοινωνικούς κώδικες. Ο εγκέφαλός μας φοβάται την πλήξη- αυτό αρκεί για να αγαπάμε τον έρωτα.

Είναι ύποπτη η χριστιανική απαίτηση την οποία διατυπώνει ο ευαγγελιστής ιερέας Ντίτριχ Μπονχόφερ: « Η αγάπη δε ζητάει τίποτα από τον άλλο. Θέλει τα πάντα για τον άλλο». Αναρωτιόμαστε δικαίως: Με ποιο σκοπό; Γιατί; Αν ίσχυε ότι ο έρωτας είναι η αυτό-αναπαράσταση στο βλέμμα του άλλου, τότε ο έρωτας κάνει, παρά την ψεύτικη μετριοφροσύνη μας, το πιο συναρπαστικό πράγμα: αναπαριστά τον εαυτό μας. Τι και ποιος είναι αυτός ο «εαυτός μας»; Να τι δεν ξέρουμε ακόμα. Έχει όμως σαφή σχέση- και πώς θα μπορούσε να μην έχει- με τις αποφάσεις που πήραμε μέχρι τώρα στη ζωή μας και που παίρνουμε ακόμα. Αυτές οι αποφάσεις, όπως λέει ο Λούμαν, είναι οι διαφορές που κάνουν τη ζωή μας διαφορετική

apo_ti_naxo_stin_outopiaΑπό το βιβλίοΑπό Τη Νάξο Στην Ουτοπία – Ταξίδι στη φιλοσοφία σε 34 κεφάλαια και κάτι”  του Richard David Precht.

Ευχαριστούμε τον φίλο Κώστα Τσιόμπο για την υπόδειξη και την αντιγραφή

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Μ. Γιωσαφάτ – Ποιοι αγαπάνε και τι είναι Αγάπη;

Δ.Λιαντίνης – O ορισμός του έρωτα

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -