Μελάμπους, αυτός που άκουγε τη γλώσσα ζώων

Melampus


ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΕΛΑΜΠΟΥΣ; ΕΝΑΣ ΑΓΡΟΙΚΟΣ, ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΟΣ άνθρωπος. Μια μέρα, από λύπηση, και μόνο, άρπαξε από τα νύχια ενός γερακιού δυο νεογέννητα φίδια. Τα ζωντανά, για να τον ευχαριστήσουν που τα έσωσε, έχωσαν τη γλώσσα τους στο δεξί του αυτί, έπειτα στο αριστερό, έδιωξαν κάτι σκόνες και κάτι κόκκους άμμου και του είπαν:

— Γεια σου. Από δω και στο εξής, η ακοή σου θα ναι τόσο ευαίσθητη που θα είσαι σε θέση ν’ ακούς τη γλώσσα των πουλιών, των εντόμων και των φυτών.

Εκείνος έμεινε ευχαριστημένος μ’ αυτό.

Μια μέρα ο αδερφός του του είπε:

—           Θα παντρευτώ.

Κι ο Μελάμπους αποκρίθηκε:

—           Να ζήσεις και να ευτυχήσεις. Αδερφέ μου, θα σου χαρίσω το μεγαλύτερο κοπάδι στον κόσμο.

Το γύρεψε παντού αυτό το καταπληκτικό κοπάδι. Μια μέρα το είδε σε κάποιον ορεινό βοσκότοπο. Το φύλαγε ένας άνθρωπος καθισμένος σ’ ένα βράχο στην άκρη του λιβαδιού. Ήταν ζωσμένος με όπλα από την κορφή ως τα νύχια. Δίπλα του γάβγιζε ένας τρομερός σκύλος. Ο Μελάμπους έμαθε πως ο άνθρωπος αυτός ήταν βασιλιάς βοσκός που τον λέγανε Φύλακο και πως αυτός ο Φύλακος τ’ αγαπούσε τόσο τ’ αρνιά του που τα φύλαγε ο ίδιος παρέα με το φοβερό του θηρίο. Το σκέφτηκε καιρό. «Αυτό το κοπάδι το θέλω», είπε στον εαυτό του. «Αυτό κι άλλο κανένα». Σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό και μουρμούρισε αυτά τα λόγια:

—           Πες μου, Απόλλωνα, πώς θα τ’ αποκτήσω.

Ο θεός εμφανίστηκε μέσα σε μια χρυσαφένια ομίχλη, στην κορυφή ενός δέντρου, και του απάντησε με τούτο το λόγο:

—           Σαν πέσει η νύχτα, κάνε πως πας να το κλέψεις. Ο φύλακος θα σε πιάσει. Μην του αντισταθείς. Θα σε κρατήσει φυλακισμένο τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες. Όταν περάσει αυτός ο χρόνος, θα σου κάνει δώρο το κοπάδι που τόσο επιθυμείς.

—           Και σαν τι πρέπει, τάχα, να κάνω για να αξίζω ένα τέτοιο δώρο;

—           Να ζήσεις, είπε ο Απόλλων.

melampus2Εξαφανίστηκε μεμιάς κι έγινε ολόλαμπρος καπνός. Ο Μελάμπους το σκέφτηκε λίγο ακόμα και είπε μέσα του: «Ένα χρόνο φυλακή για ένα τέτοιο κοπάδι, λογική τιμή μου μοιάζει». Το βραδάκι ήρθε να κόψει βόλτες γύρω από το φράχτη. Ο σκύλος του Φύλακα χάλασε τον κόσμο. Του πέταξε πέτρες. Τότε, τέσσερις φύλακες πέσανε πάνω του και τον πήρανε σηκωτό. Τον πέταξαν δίχως αυτός ν’ αντισταθεί σ’ ένα βρωμερό μπουντρούμι. Εκεί, λοιπόν, τρώγοντας παλιοκόκαλα κι ένα νεροζούμι, είδε απ’ το φεγγίτη να περνά ένα βροχερό φθινόπωρο, ένας χειμώνας ξηρός, μια άνοιξη γεμάτη πουλιά, ένα καλοκαίρι με νύχτες γλυκιές. Ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, την ώρα που ξυπνούσε στο αχυρένιο στρώμα του, άκουσε ομιλίες πάνω από το κεφάλι του. Μόλις και μετά βίας ακουγόταν η φωνή. Έμοιαζε να ‘ρχεται από ένα δοκάρι στο ταβάνι. Έστησε αυτί με τα μάτια ορθάνοιχτα. Κι η φωνή έλεγε:

—           Σκάφτε, τρυπήστε, ροκανίστε και μη σταθείτε καθόλου, αδέρφια. Κοντεύετε να φτάσετε στην άκρη της σήραγγας. Αν επιμείνετε αρκετά, μέχρι τα μεσάνυχτα θα ’χει πέσει αυτή η οικοδομή.


Ο Μελάμπους σηκώθηκε πάνω και φώναξε:

Φύλακε!

Ακούσε τα βήματα του βασιλιά βοσκού απ’ έξω. Το πρόσωπό του με τα διαπεραστικά μάτια και τη στριφτή γενειάδα εμφανίστηκε στο φεγγίτη.

Τι θες; του λέει.

Άλλαξε μου φυλακή. Αλλιώς ετούτη η στέγη θα πέσει απόψε τα μεσάνυχτα πάνω στο κεφάλι μου.

Ο Φύλακος έσκασε στα γέλια και βροντοφώναξε εύθυμα:

—           Έχεις τρελαθεί. Το δίχως άλλο, τα ποντίκια σού έχουν ροκανίσει το μυαλό.

—           Είπα αυτό που ξέρω. Την επόμενη νύχτα εγώ δε θέλω να την περάσω εδώ.

Ο Φύλακος τον άρπαξε και τον έσυρε μέχρι το χοιροστάσιο.

—           Σ’ αφήνω στα γουρούνια μου, του είπε.

Κι έφυγε. Την άλλη μέρα γύρισε κατάπληκτος, έβγαλε τον Μελάμποδα από τις κοπριές, τον τράβηξε στον ήλιο και του δείξε την καταστροφή. Στο βάθος της αυλής τέσσερις τοίχοι γυμνοί κάπνιζαν. Η κεραμιδένια στέγη βρισκόταν εκεί μέσα.

—           Τα μεσάνυχτα, είπε ο βασιλιάς, τα δοκάρια έπεσαν ξαφνικά κι έγιναν σκόνη.

Έκανε δυο βήματα ως τα συντρίμμια, ξαναγύρισε και του είπε ακόμα:

—           Είσαι λοιπόν μάγος;

—           Λιγάκι, είπε ο Μελάμπους.

—           Η δύναμή σου με εκπλήσσει. Άκου, άντρα ισχυρέ. Ο γιος μου είναι άρρωστος. Μέρα με τη μέρα λιώνει. Φοβάμαι πως θα πεθάνει. Έτσι και του χαρίσεις ξανά τη ζωή, το κοπάδι μου θα γίνει δικό σου.

—           Έχε μου εμπιστοσύνη, Φύλακε. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, όμως θα τον γιατρέψω.

Μελάμπους και Κένταυρος

Μελάμπους και Κένταυρος

Πίσω από το παλάτι ήταν ένας λόφος. Εκεί σκαρφάλωσε ο Μελάμπους. Πάνω στην κορυφή υπήρχε μοναχά μια αγριελιά. Κάτω απ’ τον ίσκιο των κλαδιών της στάθηκε κι αγνάντεψε προς τα κάτω το πελώριο αρχοντικό και τον περίβολο με το χωριάτικο πέτρινο φράχτη κι υστέρα έστρεψε το αδυνατισμένο του πρόσωπο προς τον ουρανό λέγοντας:

—           Πες μου, Απόλλωνα, τι πρέπει να κάνω;

Τότε, μέσα από ένα χρυσαφένιο σύννεφο ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, εμφανίστηκαν δυο γόπες. Πέταξαν για λίγο γύρω από το λόφο κι έπειτα ήρθαν και κάθισαν στην ελιά. Ο Μελάμπους άκουσε να λέει ο ένας στον άλλον:

—           Δεν έχουμε ξανάρθει, νομίζω, από την ημέρα που ο βασιλιάς Φύλακος ευνούχισε δυο ταύρους μέσα στον κήπο του παλατιού του.

—           Εκείνη την ημέρα, φίλε μου, απάντησε ο άλλος, ο γιος του Φύλακου έζησε τον τρόμο. Τι ουρλιαχτό ήταν εκείνο που έβγαλε σαν είδε τον πατέρα του με το μακρύ ματωμένο λεπίδι! Κάτι μου λέει πως φοβήθηκε μην ευνουχιστεί κάπως έτσι κι εκείνος.

—           Μου φαίνεται ότι ο Φύλακος έμπηξε το μαχαίρι του στον κορμό μιας αχλαδιάς κι έπειτα πήρε γελώντας το γιο του αγκαλιά.

—           Στην πραγματικότητα, φίλε μου, δεν έκανε τίποτα για να τον καθησυχάσει. Το αγόρι από κείνη τη μέρα υποφέρει από μια θανάσιμη μελαγχολία.

—           Για να γιατρευτεί πρέπει να τραβήξει κάποιος το μαχαίρι από τον κορμό, να ξύσει τη σκουριά που το καλύπτει και να την ανακατέψει με το πρωινό του γάλα.

—           Λες ο Μελάμπους να καταλαβαίνει τη γλώσσα μας;

—           Έτσι φαίνεται. Σιωπή λοιπόν, φίλε μου, αλλιώς ο βασιλιάς βοσκός σύντομα θα υποχρεωθεί να του κάνει ένα δώρο ανυπολόγιστης αξίας!

Οι γόπες γέλασαν σαρκαστικά. Πέταξαν μ’ ένα δυνατό φτεροκόπημα και χάθηκαν στα βάθη τ’ ουρανού. Ο Μελάμπους ατένισε πέρα μακριά στο λιβάδι το απέραντο κοπάδι που έβοσκε. Άνοιξε την αγκαλιά του να το κλείσει μέσα. Ύστερα, μέσα από θάμνους και χαλίκια, κατέβηκε την πλαγιά χαμογελώντας στους βράχους, στο μυρωμένο αέρα, στην καλοσύνη του καιρού.

dentroerota

Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας του Ανρί Γκουγκώ

Ο Μελάμπους θεωρείται πως είναι ο αρχαιότερος μάντης γιος του Αμυθάονα και της Ειδομένης και είχε αδερφό τον Βίαντα. Αυτός θεωρείται και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμπιδών. Όταν γεννήθηκε η μητέρα του Ειδομένη τον άφησε στο δάσος με τέτοιο τρόπο ώστε τα πόδια του ήταν εκτεθειμένα στον ήλιο. Από εκεί έλαβαν το μελαψό χρώμα σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του κάτι που διατηρήθηκε για όλη του την ζωή και εξ’ ου και το όνομά του Μέλαν+πούς Μελάμπους.

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

 Το δέντρο που έδινε

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

1 σχόλιοΣχολιάστε

  • Μνήμη Λώλου Δημητρίου. Υπάλληλος στον Μπαφέρο (δες για τον Μπαφέρο στον Σκαρίμπα: Φιγουραζέρ Κυριών, απ’ όπου και η ομπρέλα …). Θα’ ταν την δεκαετία του 70, το βιβλίο του (πρώτο; δεύτερο;). Τίτλος: “Μελάμπους και Φρόιντ”. Περιέγραφε την θεραπεία του Μελάμποδα στο γιο του Φύλακου, και εντόπιζε τα φροϊδικά της στοιχεία. Ο φόβος του ευνουχισμού, το μαχαίρι … (το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας δεν αναγράφεται στο παραπάνω άρθρο). Από την τοπική διανόηση τη Χαλκίδας, συγγραφείς ήσσονες οι περισσότεροι, του ενός, των δύο βιβλίων, ποιημάτων, διηγημάτων, μυθιστορημάτων, χρονογραφημάτων, εφημερίδων, περιοδικών (βραχύβιων), απομνημονευμάτων, δοκιμίων, μελετών … μια τοπική διανόηση σαν οργιαστική βλάστηση σε εύφορο χώμα, σαρωμένη από τα μέσα της δεκαετίας του 70 και μετά, υπέρ της τηλεοπτικής κουλτούρας των Αθηνών (άντε, και της άλλης, της Θεσσαλονίκης). Μνήμη Λώλου Δημητρίου.