Δ.Ψαθάς – Ο Σαμψών και η Δαλιδά

dalida


Στο τριμελές έκανε την εμφάνισή του ζεύγος πού αναπήδησε από σελίδες βιβλικές. Ο Σαμψών και η Δαλιδά. Έριξε ένα βλέμμα ο πρόεδρος στην δικογραφία και κάρφωσε ερευνητικό το βλέμμα στο κεφάλι του Σαμψών.

—           Πώς λέγεσαι;

—           Αριστείδης Ροδαλός.

—           Καλά. Ασημίνα Πάστρα!

Ήταν  η Δαλιδά. Μία Δαλιδά όμως εντελώς άλλο πράγμα από εκείνο πού μάς μετέδωσε ή βιβλική παράδοση. Κινείται μέ δυσκολία οδοστρωτήρα μέσα στο ακροατήριο καί διασχίζει τον διάδρομο λαχανιασμένη. Σκουπίζει μέ τήν άκρη τής ποδιάς τήν μύτη καί πλησιάζει:

—           Παρών.

—           Εσύ είσαι η Ασημίνα;

—           Εγώ είμαι, πού νά μην έσωνα!

—           Κάτσε εκεί.

—           Ευχαρίστως!

Κάθεται μέ διακριτικότητα καί ευγένεια μαρκησίας στο εδώλιο. Μαζεύει τα πόδια, σταυρώνει τα χέρια. Κοιτά τον πρόεδρο. Ματιά περιστεράς. Κοιτά τον μηνυτή. Ματιά Μαινάδος. Χαμηλώνει τό βλέμμα καί στενάζει.

Καλούνται καί οι μάρτυρες. Παρόντες όλοι.

Τούς παρακολουθεί ό συνήγορος του Σαμψών μέ θριαμβευτικό μειδίαμα. Τούς βλέπει ό συνήγορος τής Δαλιδάς μέ έσχατη περιφρόνηση. Καλείται ό Σαμψών.

—           Λέγε…

Τό ύφος του εκφράζει μένος. Δείχνει τό εδώλιο:

—           Τήν βλέπετε, κ. πρόεδρε, αυτήν τήν γυναίκα;

—           Έ, λοιπόν;

Σκύβει καί δείχνει τήν φαλάκρα του:

—          Τό βλέπετε καί αυτό τό χάλι;

—           Γρήγορα! Γρήγορα!

—           Έ, λοιπόν. Αυτή (δείχνει τό εδώλιο) τό έκανε αυτό! (δείχνει τήν φαλάκρα). Εγώ, κ. πρόεδρε, είχα μαλλιά. Μαλλιά μιά φορά! ’Εκείνα… (δείχνει τα μαλλιά τοΰ κλητήρα) ήταν τίποτε κοντά στά δικά μου τα μαλλιά! Μη σάς Φανή παράξενο καί γελάτε. Δέν λέω ότι τα μαλλιά είναι ή ζωή τοΰ ανθρώπου. Είναι όμως κάτι. Αυτό (δείχνει τήν φαλάκρα) δέν θα τό είχα τώρα, αν δέν έγνώριζα αυτήν (δείχνει τό εδώλιο) θα είχα τώρα εκείνα (δείχνει τα μαλλιά του κλητήρα). Μέ πήρε στο λαιμό της μέ τα φάρμακά της. Διότι δήθεν καί φτιάνει φάρμακα καί πήρε κι’ άλλους στο λαιμό της. Άπατεών! Κόβει βεντούζες, σου λέει, στρίβει αφαλούς, σου λέει, κόβει καί τήν χρυσή. Βγάζει τό κακό μάτι, κάνει καί τήν μαμή!

themisΕξανίσταται τό εδώλιο:

—          Τη μαμή; (κουνά το δάχτυλο). Πότες!

—           Πάφε εσύ!

—           Λέει, πώς κάνω την μαμή!

—           Καλά… Λοιπόν;

—Λοιπόν, εγώ είχα μαλλιά…

—           Σαν τα μαλλιά του κλητήρα! Το ακούσαμε αυτό. Προχωρεί παρακάτω!

—           ‘Όπου, λοιπόν, έβλεπα ότι τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν. “Όχι όμως πολύ. Μπα! Τρίχα-τρίχα! “Όπου, βέβαια, ανησύχησα. Δέν λέω, βέβαια, πώς τα μαλλιά είναι ή ζωή τοΰ ανθρώπου. Εν πάση περιπτώσει, είναι κάτι. Άμα χτενιζόμουν το πρωί έβγαιναν οι τρίχες. Τό λοιπόν, είπα νά βάλω κανένα φάρμακο νά τα στερεώσω. Τό λέω τής κυρά-Ασημίνας, μου λέει, μαλλιά; Εγώ, παιδί μου, νά σου δώσω νά βάλεις στο κεφάλι σου Αβεσσαλώμ, νά δεις καλό.


—           Τίνα βάλεις;

—           Άβεσσαλώμ!

—           Τί πά νά πή αυτό;

—           Είναι τό φάρμακον. Αυτή (δείχνει τό εδώλιο) έχει ένα γιό, πού τής είπε νά βάφτιση τό φάρμακο Άβεσσαλώμ! Καθ’ ότι, λέει, κάνει τό κεφάλι σαν κι’ εκείνα (δείχνει τα μαλλιά τοΰ κλητήρα), ψέματα! Διότι κάνει τό κεφάλι αυτό! (δείχνει τήν φαλάκρα του). Πόσο κυρά-Ασημίνα; Εκατό δραχμές. Δίνω εκατό δραχμές ό βλάκας καί βάζω στο κεφάλι μου Θεσσαλών. Σέ μιά βδομάδα πάνε τα μαλλιά!

Ανασκουμπώνεται ή υπεράσπιση:

—           Δέν μου λέτε, κύριε, είσθε βέβαιος, ότι αν δέν βάζατε αυτό τό φάρμακο, δέν θα σάς έπεφταν τα μαλλιά σας;

—           Βέβαιος!

—           Που τό ξέρετε;

—           Τό ξέρω. Γιατί κι ό αδελφός μου έβαλε Άβεσσαλώμ καί τούπεσαν τα μαλλιά!

Θριαμβευτική στροφή:

—           Ά, έτσι! Έτσι πες μας!

’Αντιστροφή:

—           Τό προσέξατε αυτό, κύριοι δικασταί; Πέφτουν καί τοΰ αδελφού του τα μαλλιά. Κληρονομική οικογενειακή τριχόπτωσης.

Στροφή:

—           Ευχαριστώ πολύ. Τίποτε άλλο!…

Ξεσπά ό μηνυτής:

—           Ποιά οικογενειακή τριχόπτωσης, κ. συνήγορε! Ό πατέρας μου είχε μαλλιά δύο πήχες! Κι’ ή μάννα μου κοτσίδες ως τις φτέρνες! Νά σου φέρω τις φωτογραφίες τους… πού θα μου πεις εμένα οικογενειακή τριχόπτωση!

Επεμβαίνει ή πολιτική αγωγή:

—           Ματαιοπονείτε, κ. συνάδελφε, εάν προσπαθείτε νά μάς βγάλετε οικογένειαν φαλακρών! Τίποτε άλλο εάν δέν εΐχομεν, τρίχας όμως, δόξα σοι ό Θεός, εϊχαμεν, τόσας, ώστε νά δανείσωμεν καί εις εσάς όλίγας!

Επεισόδιο:

—           Δέν μάς χρειάζονται οι τρίχες σας!

—           Διαφωνεί μαζί σας ή φαλάκρα σας!

—           Πάντως προτιμότερα είναι ή φαλάκρα από τήν άφέλειαν!

’Αγριεύει ό πρόεδρος:

—           Ησυχία!

—           Προσπαθεί νά μάς θίξη κ. πρόεδρε, υπαινισσόμενος τήν φαλάκραν μας ό κ. συνάδελφος. ’Αλλά όπου δέν υπάρχουν επιχειρήματα υπάρχουν τρίχες! Τίποτε άλλο!

Σηκώνεται ή κουδοΰνα τοΰ προέδρου καί διαγράφει θυελλώδεις κύκλους στον αέρα έτσι πού οι αντεγκλήσεις τών συνηγόρων περιορίζονται σέ απλή μουρμούρα, γιά νά σβήσουν αμέσως μέσα στήν αυστηρότητα τής προεδρικής φωνής:

—           Κατάστασις είναι αύτή; Όρίστε! Παρακαλώ τούς κυρίους συνηγόρους νά σταματήσουν τήν τριχολογίαν, διότι εν εναντία περιπτώσει θά άναγκασθώ νά έψαρμόσω τόν κανονισμόν. Εύ-θύμιος Γεωργίου.

—           Παρών!

—           Τι δουλειά κάνεις;

—           Εγώ, κ. πρόεδρε…

—           Άσε τα εγώ καί τα εσύ! Τί δουλειά κάνεις!

—           Να σας εξηγήσω.

—           Τι να μου εξηγήσης, βρε ανθρωπέ μου; Ποιό είναι το έπάγγελμά σου! Διάλεξη θά μου κάνης τώρα;

Αλλά ο μάρτυς σκάει γάιδαρο.

—           “Οχι, δηλαδή, άλλά διά νά έχη ή κατάθεσή μου, έννοώ, βαρύτητα…

“Εξαλλος ό πρόεδρος…

—           Μωρέ, ποιος σου ζήτησε βαρύτητα! Τί έπαγγέλλεσαι ρωτώ. ‘Υπάλληλος, κουρέας, μανάβης, μπακάλης, έργάτης, τί διάολος ‘ είσαι!

—           Με θίγετε, κ. πρόεδρε!

Θηρίο ό πρόεδρος:

—        Σε θίγω; Αυτό μάς έλειπε τώρα! Δέν μου λες, χριστιανέ μου, ήλθες εδώ πέρα να μας σκάσης; Ή θέλεις να σε διώξω; “Η θέλεις νά σέ στείλω μέσα νά συνέλθης; Θά μου άπαντήσης τί έπαγγέλλεσαι;

— Μάλιστα.      ~

—           Άντε, λοιπόν!

—           Κουρέψ!

—           Κουρέψ! Αμ! έτσι πές μου! Τώρα θάχη πολλή βαρύτητα ή γνώμη σου. Ετών;

—           Μέ συγχωρείτε…

—           Τί συμβαίνει, πάλι;

—           Θέλω νά είπω δέν είμαι μόνον κουρέψ!

—           Φύγε!

—           Με συγχωρείτε…

—           Φύγε, είπα!

Άλλά ό μάρτυς σκάει ελέφαντα:

—           Θέλω νά είπω οτι κατασκευάζω καί διάφορα φάρμακα διά τας τρίχας καί ένεκα τούτο είμαι ειδικός φαρμακοποιός τών κεφαλών. Εκτός τούτου ομως καί ό κ. Αριστείδης είναι πελάτης από ανέκαθεν καί ώς εκ τούτο είμαι εις θέσιν νά γνωρίζω τί κεφάλι είχε καί τί τού έφτιαξε ή κ. Ασημίνα.

’Αναγκάζεται νά ύψωση πάλι φωνή καί κουδούνα ο πρόεδρος, γιά νά άπαλλαγή άπό την άκατάσχετη φλυαρία του κουρέα, πού άν τήν άφηνε έλεύθερη, Κύριος οιδε, πόση ώρα θά ήταν ικανός νά πιλατεύη τό δικαστήριο. Καλούνται άλλοι μάρτυρες κατηγορίας καί βεβαιουν οτι θυμούνται τόν μηνυτή μέ ωραία κατσαρά μαλλιά, πού κάποια αποφράδα μέρα, χάρις στό καταστρεπτικό φάρμακο τής κ. ’Ασημίνας, άρχισαν νά σκορπίζουν σάν φύλλα φθινοπωρινά. “Ετσι κατήντησε τό κεφάλι του γυμνό καί φαλακρό σάν κρύο χειμερινό τοπίο. Οί μάρτυρες ύπερασπίσεως κατέθεσαν άντιθέτως δτι στό κεφάλι τοΰ Σαμψών υπήρχε «κάτι σάπιο» δπως εις τό βασίλειον τής Δανίας καί συνεπώς ούτως ή άλλως θά σκόρπιζαν οί τρίχες του. Καλείται καί ή Δαλιδά:

—           “Ελα δώ νά μάς πής, κυρά μου. Τί φάρμακα ειν’ αυτά πού δίνεις στόν κόσμο καί τοΰ θερίζεις τά μαλλιά;

—           Έγώ, παιδί μου, φάρμακο; (κουνά τό δάχτυλο) Ποτές! Κανένα φάρμακο δικό μου! Ούτε τό Άμβεσσαλώμ τό είχα φτιάξει έγώ. Γιατρός είμαι νά φτιάχνω Άμβεσσαλώμ, κύριε δικαστή μου; Έρχεται ό κ. Άριστειδάκης καί μοΰ λέει, αμάν, ’Ασημίνα μου, σώσε με, μοΰ πέφτουν τά μαλλιά μου κι άρρεβωνιάζομαι! “Ως πού νά γίνη ό γάμος, θά μείνη τό κεφάλι μου αυγό! ’Έχεις κανένα φάρμακο; Που νά τό βρώ, Άριστειδάκι μου; Αμάν, μοΰ λέει, κυρα-Άσημίνα μου, κάνε τίποτις, πάω χαμένος! Τοΰ λέω έχω μια αλοιφή γιά τά μαλλιά Άμβεσσαλώμ, ξυρίζεις τό κεφάλι σου, τήν βάζεις καί δέν σοΰ ξαναπέφτουν τά μαλλιά. Τό ξύρισε τό κεφάλι του, τήν έβαλε, δέν ξαναβγήκαν άλλο! Έγώ φταίω; Καί σάματις τήν έφτιαξα έγώ τήν άλοιφή; Καί μένα μοΰ τήν δώσαν.

Καί συνεπλήρωσε η υπεράσπιση:

—           Δεν την κατεσκεύασε η πελάτις μου, κ. πρόεδρε. Ματαίως ο νέος αυτός Σαμψών προσπαθεί να αποδείξει Δαλιδάν την δυστυχή αυτήν γυναίκα! Αν υπάρχη «κάτι σάπιο» εις την υπόθεση αυτήν, ας το αναζητήσωμεν αλλού καί πρό παντός εις τας αναιμικάς ρίζας των τριχών του Σαμψών.

Αλλά το δικαστήριο δεν άκουσε. Φυλάκιση είκοσι ή μερών. Κι έτσι πλήρωσε η κ. Ασημίνα τα μαλλιοκέφαλα του Σαμψών…

psathasΗ Θέμις έχει κέφιαΔημήτρης Ψαθάς

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Γρίφος: Η λογική του φαλακρού

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -