Η ιστορία του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη

DIGENIS


Ονομαζόταν Διγενής, λέει το τραγούδι, γιατί ήταν ειδωλολάτρης από τον πατέρα του, που καταγόταν από τη φυλή των Αγαρηνών και Έλληνας από τη μητέρα του, που ανήκε στην οικογένεια των Λουκάδων. Όταν τον βάφτισαν στα νερά της ιερής κολυμπήθρας, σε ηλικία έξι ετών, του έδωσαν το όνομα Βασίλειος. Ονομάστηκε Ακριτης, γιατί ήταν φρουρός των συνόρων.

Ο παππούς του ήταν ο Ανδρόνικος, της οικογένειας των Κιννάμων, που πέθανε εξόριστος με αυτοκρατορική διαταγή του μακαριότατου Ρωμανού. Γιαγιά του ήταν μια στρατήγισσα, της οικογένειας των Λουκάδων και θείοι του οι ένδοξοι αδελφοί της μητέρας του που, μαχόμενοι για την αδελφή τους, νίκησαν τον εμίρη πατέρα του.

Η ιστορία του γάμου των γονέων του Διγενή αποτελεί το θέμα ενός πρώτου άσματος, που αποτελεί σήμερα τις τρεις πρώτες ραψωδίες του ποιήματος. Βλέπουμε εκεί, πώς ο εμίρης Μουσούρ, αφού απήγαγε σ’ ένα γιουρούσι την κόρη ενός έλληνα στρατηγού, ερωτεύεται την αιχμάλωτό του και για να την παντρευτεί, ασπάζεται τον χριστιανισμό, πώς, σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή «μια χαριτωμένη νέα, χάρη στη γοητευτική ομορφιά της, νίκησε τα φημισμένα στρατεύματα της Συρίας». Τέτοιες περιπέτειες δεν ήταν καθόλου σπάνιες και δεν ξάφνιαζαν κανένα σ’ αυτή την περιοχή που βρισκόταν στα σύνορα του ελληνικού κόσμου και του μουσουλμανικού κόσμου. Ωστόσο αυτοί οι μικτοί γάμοι προκαλούσαν πάντα κάποια ανησυχία: «Ο σύζυγός σου, λέει στην κόρη της η μητέρα της νεαρής μνηστής, θα είναι αντάξιός σου σε ομορφιά; θα έχει την εξυπνάδα των ευγενών Ρωμαίων; Φοβάμαι, αγαπητό μου παιδί, ότι δεν θα έχει στοργή και ότι θα σε κακομεταχειρίζεται σαν ειδωλολάτρης και δεν θα νοιάζεται καθόλου για τη ζωή σου». Αυτή τη φορά όμως οι φόβοι της αποδείχθηκαν άδικοι. Ανάμεσα στους δύο συζύγους βασίλεψε η πιο τέλεια ομόνοια, και από την ένωση του μουσουλμάνου με την κόρη των Λουκάδων γεννήθηκε ο θαυμαστός ήρωας οι περιπέτειες του οποίου γεμίζουν το έπος.

DIGENIS_XORAFI

Ας παραθέσουμε πρώτα την εικόνα του νεαρού άνδρα που δίνει το ποίημα. «Είχε ξανθά και σγουρά μαλλιά, μεγάλα μάτια, λευκό και ρόδινο πρόσωπο, πολύ μαύρα φρύδια, φαρδύ στήθος και λευκό σαν κρύσταλλο. Φορούσε ένα κόκκινο χιτώνα στολισμένο με χρυσά κεντήματα και μαργαριτάρια· στο γιακά που ήταν γαρνιρισμένος με κεχριμπάρι ήταν κεντημένα μεγάλα μαργαριτάρια· τα κουμπιά του, από καθαρό χρυσάφι, έλαμπαν· τα πασούμια του ήταν στολισμένα με χρυσάφι και τα σπιρούνια του με πολύτιμές πέτρες. Καβαλούσε μια ψηλή φοράδα, άσπρη σαν περιστέρι, που η χαίτη του ήταν στολισμένη με τουρκουάζ Φορούσε χρυσά πέταλα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια, που έκαναν ένα χαριτωμένο και υπέροχο θόρυβο. Στα καπούλια της είχε ένα σκέπασμα από πράσινο και ροζ μετάξι που σκέπαζε τη σέλα και την προστάτευε από τη σκόνη· η σέλα και τα χαλινάρια ήταν χρυσοκέντητα και στολισμένα με σμάλτο και μαργαριτάρια. 0 Ακριτης, επιδέξιος εκπαιδευτής αλόγων, έβαζε το υποζύγιό του να κάνει κύκλους. Κράδαινε στο δεξί του χέρι μια πράσινη λόγχη, αραβικής κατασκευής, σκεπασμένη με χρυσά γράμματα. Είχε γοητευτικό πρόσωπο, κομψό παράστημα και τέλειες αναλογίες. Και ανάμεσα στους ιπποκόμους του ο νέος έλαμπε σαν ήλιος».

DIGENIS4

Αυτός είναι ο ήρωας. Ας δούμε τώρα τα πρώτα κατορθώματά του. Σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, ονειρεύεται μόνο περιπέτειες. Στο κυνήγι, όπου συνοδεύει τον πατέρα του, σκοτώνει μια αρκούδα με μια γροθιά, σχίζει στα δύο μια ελαφίνα που την ξεπέρασε στο τρέξιμο, σκοτώνει ένα λιοντάρι με μια σπαθιά και οι σύντροφοί του, γεμάτοι θαυμασμό, αναγνωρίζουν σ’ αυτά τα κατορθώματα έναν ήρωα που τον βοηθάει ο θεός: «Αυτός, λένε, δεν είναι άνθρωπος αυτού του κόσμου. Ο θεός τον έστειλε για να τιμωρήσει τους απελάτες, που θα είναι ο τρόμος τους σ’ όλη του τη ζωή».

DIGENIS_ALEVISOSΚαι πράγματι, όσο ο νέος μεγαλώνει, η δόξα των φημισμένων απελατών δεν τον αφήνει να ησυχάσει· φλέγεται από λαχτάρα να τους γνωρίσει, να τους νικήσει, να ξεπεράσει τα κατορθώματά τους. «Ω μάτια μου, φωνάζει αναστενάζοντας, πότε θα δείτε αυτούς τους ήρωες;» Ψάχνει να βρει ένα τρόπο για να γίνει απελάτης, και πηγαίνει τολμηρά να επισκεφτεί τον αρχηγό των ληστών «στο παράξενο και φοβερό καταφύγιό του». «Και βρήκε, λέει το τραγούδι, τον Φιλόπαππο ξαπλωμένο σ’ ένα κρεβάτι· πάνω και κάτω απ’ το κρεβάτι υπήρχαν πολλά δέρματα άγριων ζώων· και ο νεαρός Βασίλειος Διγενής υποκλίθηκε, τον χαιρέτισε και του ευχήθηκε καλημέρα. Και ο γέρος Φιλόπαππος του μίλησε έτσι: «Καλώς όρισες, νεαρέ, αν δεν είσαι προδότης». Τότε ο Βασίλειος του αποκρίθηκε: «Δεν είμαι προδότης, αλλά θέλω να γίνω απελάτης μαζί σας σ’ αυτή την ερημιά». Όταν ο γέρος τον άκουσε, του είπε: «Νεαρέ, αν έχεις τη φιλοδοξία να γίνεις απελάτης, πάρε αυτό το ρόπαλο και πήγαινε να φυλάξεις σκοπός. Αν μπορέσεις να μείνεις νηστικός δεκαπέντε μέρες και να διώξεις τον ύπνο από τα βλέφαρά σου, και μετά να πας να σκοτώσεις λιοντάρια, να φέρεις εδώ τα κουφάρια τους και μετά να ξαναγυρίσεις στη σκοπιά, τότε θα είσαι άξιος να μπεις ανάμεσά μας». Αντί για άλλη απάντηση, ο Διγενής αρπάζει το ρόπαλο από τη γερή λαβή του, επιτίθεται στους ίδιους τους απελάτες, τους αφοπλίζει και γυρίζοντας κοντά στον Φιλόπαππο: «Ορίστε, του λέει, τα όπλα όλων των απελατών σου. Και αν αυτό δεν σου αρέσει, θα σε μεταχειριστώ κι εσένα με τον ίδιο τρόπο». Μετά από αυτό το πρώτο κατόρθωμα, όλοι υποκλίνονται μπροστά στο νεαρό ήρωα και πολύ σύντομα με τη γενναιότητά του αποκτά λαμπρή φήμη σ’ όλη τη γειτονική περιοχή.


Μετά τις πολεμικές περιπέτειες, να τώρα και οι ερωτικές περιπέτειες.

Ο στρατηγός Δούκας, διοικητής μιας από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, έχει μια κόρη, την Ευδοκία, ένα θαύμα ομορφιάς. «Η ομορφιά του προσώπου της, λέει ο ποιητής, θαμπώνει τα βλέμματα και κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει στο πρόσωπο αυτή την κόρη του ήλιου. Μια αχτίδα λάμπει στη μέση του προσώπου της· έχει περήφανο βλέμμα, ξανθά μαλλιά, μαύρα φρύδια· το πρόσωπό της είναι χιονάτο με λίγο ρόδινο χρώμα όπως η πολύτιμη πορφύρα που αγαπούν να φορούν οι βασιλείς». Πολλοί ιππότες έχουν ήδη ζητήσει το χέρι της νέας. Όμως ο πατέρας της Ευδοκίας είναι ζηλότυπος και φοβερός άνθρωπος. Κλείνει την κόρη του στο γυναικωνίτη, σε ένα ωραίο δωμάτιο διακοσμημένο με μωσαϊκά· και πρέπει να σημειώσουμε αυτό το χαρακτηριστικό, γιατί νιώθουμε σ’ αυτό τη γειτνίαση του μουσουλμανικού κόσμου και την επιρροή που ασκούσε στα βυζαντινά ήθη. Όλοι όσοι θέλησαν το χέρι της νέας και προσπάθησαν να την απαγάγουν πλήρωσαν την αψηφισιά τους με τη ζωή τους· τους τύφλωσαν ή τους έκοψαν το κεφάλι κατά διαταγή του στρατηγού. Ο Διγενής, όμως, επιχειρεί με τη σειρά του το τόλμημα. Και η πρώτη συνάντηση των δύο νέων είναι μια χαριτωμένη σκηνή. Κάτω από τα παράθυρα της ωραίας, ο Διγενής τραγουδάει περνώντας ένα ερωτικό τραγούδι και η Ευδοκία, γοητευμένη, μουρμουρίζει στην παραμάνα της: «Σκύψε από το παράθυρο, παραμάνα και κοίταξε αυτό τον χαριτωμένο νέο». Και όταν η παραμάνα της απάντησε: «Ο θεός να δώσει, κυρία, να τον θελήσει ο πατέρας σας και κύριός μου για γαμπρό, γιατί δεν υπάρχει όμοιος του στον κόσμο», η νέα, που η καρδιά της έχει κιόλας κατακτηθεί – «γιατί η εξωτερική ομορφιά, λέει ο ποιητής, και το τραγούδι μπαίνουν από τα μάτια ως τα βάθη της ψυχής» – ξεχνιέται κοιτάζοντας από μια τρύπα του παράθυρου εκείνον που λάτρεψε με την πρώτη ματιά. Σε λίγο όμως ο Διγενής γίνεται πιο τολμηρός· ξεγελώντας τους φρουρούς, βρίσκει τρόπο να μιλήσει στην Ευδοκία. «Σκύψε, της λέει, γλυκό μου φως, για να δω την ομορφιά σου και η αγάπη σου να μπει στην καρδιά μου. Είμαι νέος, το βλέπεις, και δεν ξέρω τι είναι η αγάπη. Αλλά αν η αγάπη σου μπει στην ψυχή μου, ξανθή νέα, ο πατέρας σου και όλοι οι συγγενείς του και όλοι οι υπηρέτες τους, ακόμη κι αν γίνουν βέλη και αστραφτερά σπαθιά, δεν θα μπορούν να με βλάψουν».

DIGENIS6

Σίγουρος για την καρδιά της Ευδοκίας, ο Διγενής αποφασίζει να απαγάγει την αγαπημένη του. Τη νύχτα, κάτω από το παράθυρό της, έρχεται να τραγουδήσει σιγανά συνοδεύοντας το τραγούδι του με τη λύρα: «Πώς ξέχασες, γλυκιά μου φίλη, τον πρόσφατο έρωτά μας; Πώς μπορείς να κοιμάσαι ατάραχη και χωρίς έγνοια; Ξύπνα, χαριτωμένο μου ρόδο, αρωματισμένο φρούτο. Η αυγή χαράζει. Έλα, πάμε να κάνουμε ένα περίπατο». Στο κάλεσμα της σερενάτας, η νέα παρουσιάζεται στο παράθυρο· διστάζει όμως ακόμη να ακολουθήσει τον Διγενή, και η συνομιλία ανάμεσα τους δύο ερωτευμένους είναι υπέροχη. Η Ευδοκία φοβάται τις συνέπειες της περιπέτειας για τον αγαπημένο της· κοκκινίζει λίγο γι’ αυτό τον έρωτα που την κάνει να ξεχάσει την παρθενική της επιφυλακτικότητα· ωστόσο τελικά υποκύπτει στους όρκους του ιππότη που της ορκίζεται αιώνια αγάπη: «Και η νέα, λέει το ποίημα, σκύβει από το χρυσό παράθυρο και ο νέος την δέχεται όρθιος πάνω στο άλογό του. Η πέρδικα πετάει, το γεράκι την πιάνει και αγκαλιάζονται γλυκά, γελώντας και κλαίγοντας μαζί. Και ο νέος, φλεγόμενος από χαρά και θάρρος, σταματάει απέναντι στο παλάτι και φωνάζει με δυνατή φωνή: «Ευλόγησέ με, άρχοντα πεθερέ, και μαζί μου και την κόρη σου- και ευχαρίστησε τον θεό που σου δίνει ένα τέτοιο γαμπρό».

Όταν η απαγωγή γίνεται αντιληπτή, φυσικά επικρατεί μεγάλη αναταραχή στο παλάτι. Ο στρατηγός και οι γιοι του μαζί με τους ενόπλους τους καταδιώκουν τον απαγωγέα. Αλλά ο Διγενής, μόλις τον πλησιάζουν, μάχεται σαν λιοντάρι, εξουδετερώνει τους αντιπάλους του και μετά απευθυνόμενος στον πατέρα της Ευδοκίας, του λέει ευγενικά: «Άρχοντα στρατηγέ, ευλόγησέ μας, την κόρη σου κι εμένα· συγχώρεσε με και μη με κατακρίνεις. Οι άνθρωποί σου δεν ξέρουν τι θα πει μάχη· τους έδωσα ένα μικρό μάθημα που δεν θα το ξεχάσουν. Μη στενοχωριέσαι όμως· πήρες ένα καλό γαμπρό, δεν θα βρεις καλύτερο σ’ όλο τον κόσμο. Δεν είμαι από ταπεινή γενιά, ούτε είμαι δειλός· αν ποτέ είχες κάποια υπόθεση να μου αναθέσεις, θα βεβαιωνόσουν τι άνθρωπος είναι ο γαμπρός που έχεις». 0 στρατηγός, σαν καλός ηγεμόνας, δίνει στον νέο το χέρι της κόρης του. Και επειδή δεν θέλει να μπορούν να πουν ποτέ ότι ο Διγενής απήγαγε μια γυναίκα χωρίς προίκα – «πράγμα που, παρατηρεί, είναι ατίμωση στα μάτια όλων των φρόνιμων ανθρώπων» – απαριθμεί την μεγαλοπρεπή προίκα της μνηστής, και η απαρίθμησή του ρίχνει ένα ενδιαφέρον φως στην πολυτέλεια που βασίλευε στις μεγάλες οικογένειες των γαιοκτημόνων των βυζαντινών επαρχιών. «Για προίκα λέει στον Διγενή, θα πάρεις είκοσι centenaria παλιά χρυσά νομίσματα, που έχω μαζέψει εδώ και πολύ καιρό κι έχω φυλάξει ειδικά για την πολυαγαπημένη μου, ασημένια πιατικά, ρούχα αξίας πεντακοσίων λιβρών, πολλά κτήματα με τεράστιο εισόδημα και εβδομήντα υπηρέτες με το σπίτι της μητέρας της, που είναι ωραίο και πραγματικά πολυτελές, θα της δώσω επίσης τα κοσμήματα της μητέρας της, το υπέροχο στέμμα, θαυμαστό έργο, που είναι ολόχρυσο και στολισμένο με υπέροχα πετράδια και, μαζί με όλα τα ζώα που βρίσκονται εκεί, τετρακόσιες αγροικίες και ακόμη ογδόντα σταβλίτες, δεκατέσσερις μαγείρους, άλλους τόσους φουρναραίους και πεντακόσιους άλλους υπηρέτες. Και θα σου δώσω προνόμιο απέναντι στα άλλα παιδιά μου και θα τελέσω τους γόμους σου με τέτοιο τρόπο που όλος ο κόσμος θα μιλάει γι’ αυτούς».

DIGENIS_SARAKINOS

Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο Διγενής – και αυτό το στοιχείο είναι χαρακτηριστικό – αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια του στρατηγού και φοβάται κάποια απιστία εκ μέρους του. «Φοβάμαι λέει, πως κάποιος κίνδυνος με απειλεί, και πως θα πεθάνω με επονείδιστο και άθλιο τρόπο, γιατί σου φέρθηκαν σαν εχθρός και σαν προδότης». Προτιμάει λοιπόν να πάρει την Ευδοκία μαζί του για να κάνει το γάμο στο σπίτι των γονέων του και η επιστροφή του στο πατρικό σπίτι δίνει την ευκαιρία για μια περιγραφή μεγάλης πολυτέλειας: «Όταν οι φρουροί του πατέρα του τον είδαν να σηκώνει στα χέρια του την όμορφη νέα, βιάστηκαν να τρέξουν να τον καλωσορίσουν. Και όταν ο πατέρας του αντιλήφθηκε τον ερχομό του, γεμάτος χαρά ανεβαίνει στο άλογό του και μαζί του οι πέντε αδελφοί της γυναίκας του και τρεις χιλιάδες ένοπλοι. Έφερναν μαζί τους δώδεκα γυναικείες σέλες· δύο απ’ αυτές ήταν στολισμένες με σμάλτα και μαργαριτάρια και οι άλλες ήταν ολόχρυσες. Και όλες οι σέλες είχαν ωραία σκεπάσματα, και όλα τα άλογα ήταν σκεπασμένα με υφάσματα και σκεπασμένα με χρυσάφι. Πίσω τους, οι σάλπιγγες και τα βαριά βούκινα, τα τύμπανα και τα όργανα έπαιζαν δυνατά και καθαρά και έκαναν ένα θόρυβο που όμοιο του δεν είχε ακούσει ποτέ κανείς. Και η νέα γυναίκα ανέβηκε σ’ ένα ωραίο άλογο με επισμαλτωμένη υπέροχη σέλα και της στόλισαν το μέτωπο μ’ ένα πολύτιμο στέμμα. Ο λαός και οι γέροντες της έκαναν μεγάλη και θορυβώδη υποδοχή. Και η γη χάρηκε και άνθισε από χαρά. Τα βουνά πηδούσαν από χαρά, τα βράχια τραγουδούσαν μελωδικά και τα ποτάμια βράδυναν την πορεία τους».

Ιδού και τα γαμήλια δώρα που κάνουν οι δύο οικογένειες στους αρραβωνιασμένους. Στον Ακριτη, «ο στρατηγός έδωσε δώδεκα μαύρα άλογα, δώδεκα όμορφα άτια σκεπασμένα με υπέροχα καλύμματα από πορφυρό μετάξι, δώδεκα πολύτιμα μουλάρια με σέλες και χαλινάρια από ασήμι και σμάλτο, δώδεκα νεαρούς ιπποκόμους με χρυσή ζώνη και δώδεκα κυνηγούς λεοπάρδαλης εξασκημένους στο κυνήγι, δώδεκα γεράκια της Αβασγίας, δώδεκα γερακάρηδες και άλλα τόσα κυνηγετικά γεράκια. Του έδωσε δύο επισμαλτωμένες εικόνες των αγίων Θεοδώρων και μια χρυσοΰφαντη σκηνή, ωραία και μεγάλη με ταπετσαρίες που παράσταιναν όλα τα είδη των ζώων· τα σχοινιά της ήταν από μετάξι και οι πάσσαλοι από ασήμι. Του έδωσε ρούχα στολισμένα με σμάλτο, πολύτιμα δουλεμένα, δώδεκα επανωφόρια από άσπρο και πορφυρό μετάξι, δύο πανέμορφες αραβικές λόγχες, το φημισμένο σπαθί του Χοσρόη και, ένα δώρο που γέμισε χαρά την κόρη του και τον ίδιο τον Ακριτη, τους έφερε κι ένα εξημερωμένο λιοντάρι». Στη μνηστή η οικογένεια του Διγενή προσφέρει από την πλευρά της θαυμάσια δώρα, υπέροχα κοσμήματα, λεπτά πολύτιμα υφάσματα, χρυσά και μεταξωτά υφάσματα με μεγάλα σχέδια που παριστάνουν φανταστικά ζώα, νεαρούς υπηρέτες ντυμένους με πλούσιες περσικές ενδυμασίες. «Και οι γάμοι, λέει ο ποιητής, διήρκεσαν τρεις ολόκληρους μήνες και η χαρά δεν σταματούσε καθόλου».

Ο Διγενής όμως δεν επαναπαύεται στην ευτυχία του. «Με την ωραία του και τους γενναίους του, πήγε στα σύνορα· κατέλαβε τους τόπους όπου κυβερνούσε ο πατέρας του και εξολόθρευσε εντελώς τους ατάκτους. Έκανε επιδρομές στις κλεισούρες και στα σύνορα κι έτσι του έδωσαν το παρατσούκλι Ακριτης. Πλήγωσε πολλούς πολεμιστές, έστειλε πολλούς στον Αδη. Και τότε η ρωμαϊκή χώρα όπου ζούσαν οι ορθόδοξοι μπόρεσε να απολαύσει την ειρήνη έχοντας αυτόν τον ήρωα για υπερασπιστή, φύλακα και προστάτη εναντίον όλων των εχθρών». Πολύ σύντομα η φήμη του και η φήμη των υπηρεσιών που προσφέρει στην αυτοκρατορία φτάνει στην αυλή. Ο βασιλεύς έρχεται αυτοπροσώπως να τον επισκεφτεί στο μακρινό φέουδό του στον Ευφράτη· για να τον ανταμείψει για την ανδρεία του, τον ονομάζει πατρίκιο και μαργράβο και του επιστρέφει όλη την περιουσία που είχε κάποτε κατασχεθεί από τον παππού του, και, γεμάτος θαυμασμό για τον αξιοθαύμαστο αυτό στρατιώτη αναφωνεί: «Μακάρι να έδινε ο θεός να είχε η Ρωμανία τέσσερις άνδρες σαν αυτόν».

Δημήτρη Σκουρτέλη: Ο Διγενής μονομαχεί

Δημήτρη Σκουρτέλη: Ο Διγενής μονομαχεί

Από δω και πέρα η μια περιπέτεια διαδέχεται την άλλη στη ζωή του ιππότη. Σαν πραγματικός περιπλανώμενος ιππότης, διατρέχει ολόκληρο τον κόσμο και όπου εμφανίζεται και μόνο το όνομά του σκορπίζει τον τρόμο. «Τέτοια τόλμη, αναφωνούν οι Άραβες που τους επιτίθεται μόνος εναντίον εκατό και τόσο θάρρος δείχνουν ότι έρχεται ο Ακριτης· ας φύγουμε, γιατί αλλιώς είμαστε όλοι χαμένοι». Όπως ο Ζίγκφριντ, με τον οποίο μοιάζει σε πολλά σημεία, πολεμάει τον δράκοντα του οποίου τα τρία κεφάλια ξερνάνε φλόγες και αστραπές και που κάθε κίνησή του κλονίζει τη γη με ένα θόρυβο κεραυνού· κατατροπώνει τα λιοντάρια, τρέπει σε φυγή τους απελάτες, ζώντας μακριά από τον κόσμο, μόνος με την πολυαγαπημένη του γυναίκα, σ’ ένα παραδείσιο τοπίο, γεμάτο φυλλώματα και τρεχούμενα νερά. «Είχαμε πάει λοιπόν, διηγείται ο Ακριτης, σ’ ένα υπέροχο λιβάδι, έστησα εκεί τη σκηνή μου και το κρεβάτι μου. Γύρω από τη σκηνή μου, έσπειρα κάθε είδους φυτά, στολίζοντας τη γη με λαμπρά λουλούδια. Το θέαμα που προσφερόταν στα μάτια ήταν μαγευτικό: πολύ πυκνά δάση, τεράστιες ποσότητες δέντρων, που τα κλαδιά τους έμπλεκαν τα φυλλώματά τους. Το άρωμα των φρούτων συναγωνιζόταν με το άρωμα των λουλουδιών, οι κισσοί τυλίγονταν γύρω από τα περισσότερα δέντρα, τα καλάμια έφταναν σε μεγάλο ύψος. Το χώμα ήταν σπαρμένο με όμορφα λουλούδια· ο ωραίος νάρκισσος φύτρωνε εκεί μαζί με τις βιολέτες και τα ρόδα. Ένα δροσερό κύμα ανάβλυζε στη μέση του λιβαδιού και το διέσχιζε προς όλες τις κατευθύνσεις. Υπήρχαν κοντά στην πηγή, βαθιές δεξαμενές με νερό, όπου καθρεφτίζονταν τα λουλούδια και τα δέντρα. Τα δάση ήταν γεμάτα με πολλά είδη πουλιών, παγώνια, παπαγάλους και κύκνους· οι παπαγάλοι ζούσαν κρεμασμένοι στα κλαδιά και οι κύκνοι στα νερά. Τα παγόνια ξεχώριζαν με τα φτερά τους ανάμεσα στα λουλούδια, που τα συναγωνίζονταν σε λάμψη. Τα άλλα πουλιά χαίρονταν ελεύθερα, γαντζωμένα στα κλαδιά των δέντρων και κελαηδούσαν πιο αρμονικά και από τις σειρήνες· και άλλα άπλωναν περήφανα τα θαυμάσια φτερά τους. Παντού βασίλευε μεγάλη ευθυμία. Το αεράκι ήταν γλυκό, γεμάτο μεθυστικά αρώματα μόσχου, καμφοράς, κεχριμπαριού και αλόης. Αλλά η λαμπρή ομορφιά της ευγενικής νέας έλαμπε περισσότερο από τα παγώνια και απ’ όλα τα λουλούδια».

Ωστόσο το μεγάλο πάθος που νιώθει ο Διγενής για την Ευδοκία δεν αποκλείει μερικές άλλες περιπέτειες. «Η ανθηρή νιότη, λέει αποφθεγματικά ο ποιητής, είναι η ηλικία της ηδονής και αρέσκεται στις απολαύσεις του έρωτα. Είναι μια δόξα που βάζει πάνω από τη βασιλεία, πάνω από τη λάμψη του πλούτου και πάνω από κάθε τιμή. Να γιατί ένας νέος ολισθαίνει εύκολα, ακόμη κι αν είναι νόμιμα ενωμένος με την ωραιότερη γυναίκα. Γιατί εκεί όπου λάμπει ο ήλιος, όλοι τρέχουν». Ο Ακριτης το απέδειξε καλά.

Μια ημέρα που προχωρούσε καβάλα στο άλογό του στα σύνορα της Συρίας, συναντάει μια νεαρή Άραβα που ένας έλληνας ευγενής, αιχμάλωτος των απίστων, την είχε πλανέψει, απαγάγει και μετά εγκαταλείψει. Ο Διγενής την παρηγορεί, ίσως με κάποια υπερβολική συμπόνια. Η κοπέλα είναι όμορφη και ενώ, αφού την πήρε πάνω στο άλογό του, την οδηγεί στον εραστή της, νιώθει ανεπαίσθητα τον πόθο να τρυπώνει στην καρδιά του. «Δεν ήξερα τι θ’ απογίνω, λέει, ήμουν κυριευμένος από μια φλόγα. Ο έρωτας δυνάμωνε συνεχώς μέσα μου και γλιστρούσε μέσα απ’ τα μέλη μου σε όλες τις αισθήσεις μου· έμπαινε στα μάτια μου με την ομορφιά, στα χέρια μου με το άγγιγμα, στο στόμα μου με τα φιλιά, στ’ αυτιά μου με τα λόγια. Τέλος, χάρη στην επέμβαση του Σατανά και στην αμέλεια της ψυχής μου, παρ’ όλη την αντίσταση που πρόβαλε η νέα, συντελέστηκε μια από τις πιο ένοχες πράξεις και ο δρόμος λερώθηκε από ένα έγκλημα. Ο εχθρός, ο άρχοντας του σκότους, ο μανισμένος εχθρός της φυλής μας μ’ έκανε να ξεχάσω τον θεό και τη φοβερή ημέρα της κρίσεως». Χωρίς αμφιβολία, μετά το σφάλμα του, ο Ακριτης είναι γεμάτος τύψεις· ωστόσο κρίνει προτιμότερο να αποσιωπήσει διακριτικά την περιπέτειά του. Σπεύδει να παντρέψει τη νέα με τον απαγωγέα της, «κρύβοντας όσα δεν έπρεπε να πει από φόβο μήπως ο νέος βρει σ’ αυτά αφορμή για σκάνδαλο»· και όταν γυρίζει κοντά στη γυναίκα του, σπεύδει ν’ αλλάξει τόπο εγκατάστασης, για να μη μάθει εκείνη τίποτα για την αθέτηση του όρκου πίστης που της είχε δώσει.

Όμως η σάρκα του ιππότη είναι αδύναμη και ο Σατανάς παραμονεύει πάντα για να βάλει τους ανθρώπους σε πειρασμό. Ο Διγενής το καταλαβαίνει όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη Μαξιμώ. Η Μαξιμώ είναι μια παρθένα πολεμίστρια, μια αδάμαστη αμαζόνα που οι νικημένοι από τον Διγενή απελάτες κάλεσαν σε βοήθεια εναντίον του ήρωα. «Ίππευε, λέει το τραγούδι, ένα άλογο λευκό σαν χιόνι, που τα πέταλά του ήταν βαμμένα πορφυρά. Φορούσε ένα γερό και υπέροχο θώρακα και πάνω από τον θώρακα έναν πολύτιμο χιτώνα, στολισμένο με μαργαριτάρια- στο χέρι κρατούσε μια καλλιτεχνικά δουλεμένη αραβική λόγχη, γαλάζια και χρυσή- ένα σπαθί κρεμόταν απ’ τη ζώνη της κι ένα γιαταγάνι από τη σέλα της. Κρατούσε μια ασημένια ασπίδα με χρυσό γύρω-γύρω, μ’ ένα λιοντάρι από συμπαγές χρυσάφι και πετράδια στο κέντρο. Αυτή η γυναίκα καταγόταν από τις γενναίες Αμαζόνες που ο βασιλιάς Αλέξανδρος έφερε από τη χώρα των Βραχμάνων. Είχε τη μεγάλη ενεργητικότητα της φυλής της και περνούσε τη ζωή της πολεμώντας». Όταν αυτή η Βαλκυρία ήρθε στην όχθη του Ευφράτη να προκαλέσει τον Διγενή σε μονομαχία, εκείνος, σαν ευγενικός ιππότης, χαρίζεται φανερά στην ωραία αντίπαλό του. Την πρώτη φορά αρκείται να σκοτώσει το άλογό της. Στη δεύτερη επίθεση την αφοπλίζει με ένα ελαφρό τραύμα· και η ηττημένη Μαξιμώ, γεμάτη θαυμασμό για την ομορφιά και ιη γενναιοδωρία του νικητή της, προσφέρει τον εαυτό της στον άνθρωπο που τη δάμασε, όπως η Βρουγχίλδη προσφέρεται στον Ζίγκφριντ. «Ορκίστηκα, λέει η πολεμίστρια, στον κύριο όλων των πραγμάτων να μην πλησιάσω ποτέ άνδρα και να μείνω παρθένα ως την ημέρα που ένας άνδρας θα με νικήσει εντελώς και θα αποδειχθεί ανώτερος μου σε ανδρεία. Μέχρι σήμερα έχω μείνει πιστή στον όρκο μου». Σ’ αυτή τη δήλωση ο Διγενής αντιστέκεται στην αρχή· αλλά η κοπέλα είναι όμορφη, θωπευτική και τρυφερή: «Δεν ήξερα τι να κάνω, διηγείται ο ήρωας. Φλεγόμουν ολόκληρος. Έκανα κάθε προσπάθεια για να αποφύγω τον πειρασμό και έλεγα μέσα μου, ενώ αισθανόμουν λαιμαργία: Ω δαίμονα, γιατί αγαπάς ό,τι είναι ξένο, όταν έχεις μια καθαρή και κρυφή πηγή». Αλλά η Μαξιμώ ζητούσε ακόμη περισσότερο τον έρωτά μου, λέγοντάς μου στο αυτί τα πιο γλυκά λόγια. Ήταν νέα και όμορφη, χαριτωμένη και παρθένα- το πνεύμα μου υπέκυψε στους εγκληματικούς πόθους της». Και πάλι αποφεύγει να διηγηθεί την περιπέτεια στη γυναίκα του. Και όταν η Ευδοκία, ζηλιάρα, κατηγορεί «τον αγαπημένο της διάνο» (είναι μια έκφραση αγάπης που χρησιμοποιεί) γιατί έμεινε πολύ κοντά στη Μαξιμώ, ο ήρωας, μ’ ένα έξυπνο ψέμα, καταπραΰνει τις υποψίες της αγαπημένης του. Έμεινε τόσο πολύ γιατί βοήθησε την πληγωμένη εχθρό του: «γιατί δεν θέλω, λέει, να με προσβάλλουν αποκαλώντας με δολοφόνο γυναικών».

DIGENIS3

Αφού έκανε αυτά τα κατορθώματα και αφού η χώρα ελευθερώθηκε από τους εχθρούς, ο Ακριτης έρχεται να αναπαυθεί και να χαρεί τη δόξα του στο υπέροχο παλάτι που έχει χτίσει στις όχθες του Ευφράτη. «Περνούσε εκεί ευτυχισμένες ώρες, όπως στον παράδεισο και όλοι οι μεγάλοι άρχοντες, όλοι οι σατράπες του έστελναν πολλά δώρα· όλοι οι κυβερνήτες της Ρωμανίας του έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους με θαυμάσια δώρα και ο ίδιος ο αυτοκράτορας έστελνε κάθε μέρα τα πλουσιότερα δώρα στον δοξασμένο Ακριτη». Οι ίδιοι οι απελάτες αναγνώριζαν την εξουσία του και όποιος έφερε τη σφραγίδα του Ακριτη μπορούσε να διασχίσει άφοβα ολόκληρη την Ανατολή. Έτσι, σεβαστός από όλους, ο Διγενής ήταν «το υπόδειγμα των πριγκίπων, το πρότυπο των γενναίων, η δόξα των Ελλήνων, ο ειρηνοποιός της Ρωμανίας»· ζούσε ευτυχισμένος, πλούσιος και ήσυχος ανάμεσα στη γυναίκα του και στη μητέρα του, «υποταγμένος στους αυτοκράτορες, γεμάτος φιλανθρωπία για όλους» και με μια μόνο λύπη, ότι δεν είχε κληρονόμους του ονόματος του. Τότε τον βρήκε ξαφνικά ο θάνατος, σε ηλικία τριάντα τριών ετών, και τα τελευταία λόγια που ανταλλάσσει στο κρεβάτι με τη γυναίκα του έχουν μέσα στη λεπτή τρυφερότητά τους, κάτι το μοναδικά συγκινητικό. Ο Βασίλειος θυμίζει στην Ευδοκία πόσο την αγάπησε: «θα προτιμούσα να πεθάνω, της λέει, παρά να σε δω θλιμμένη. Για την αγάπη σου θα έδινα τον κόσμο και τη ζωή μου. Αλλά ο Χάροντας με παίρνει, εμένα τον ανίκητο· ο Αδης με παίρνει από την αγάπη σου, πολυαγαπημένη μου». Μετά τη συμβουλεύει τρυφερά να μην απορροφηθεί από το πένθος της, αλλά να ξαναπαντρευτεί: «Δεν θα μπορέσεις να μείνεις χήρα· το ξέρω μετά το θάνατό μου, θα πρέπει να πάρεις άλλο σύζυγο· η νεότητά σου θα σε αναγκάσει. Μόνο μην εξετάσεις την περιουσία ή την καταγωγή· διάλεξε έναν καλό ιππότη, γενναίο και τολμηρό· και μαζί του, όπως και πριν, θα συνεχίσεις να βασιλεύεις στον κόσμο, γλυκιά μου ψυχή». Η Ευδοκία όμως δεν θέλει ν’ ακούσει τίποτα· αν ο Διγενής πεθάνει, θέλει να πεθάνει μαζί του. Και η θεία Πρόνοια εισακούει την προσευχή της. «Οι δύο λαμπροί νέοι, λέει ο ποιητής, άφησαν την ίδια ώρα την ψυχή τους να φύγει, σαν από μια στενή συμπάθεια».

DIGENIS_PSIXOMAXI

Ο Διγενής ψυχομαχεί

Η είδηση του θανάτου του ήρωα προκάλεσε γενικό πένθος. Από όλη την Ανατολή, οι μεγαλύτεροι άρχοντες τρέχουν κοντά στο νεκρικό κρεβάτι, κι όλοι φωνάζουν δακρυσμένοι: «Γη, τρέμε· κλάψε, σύμπαν· ήλιε, σκεπάσου, κρύψε τις αχτίδες σου· φεγγάρι, σκοτείνιασε, κάνε το φως σου να χλομιάσει· λαμπερά άστρα, σβήστε· γιατί το λαμπρό άστρο που έλαμπε στον κόσμο, ο Βασίλειος Διγενής, ο πρίγκιπας της νιότης και η γυναίκα του, η δόξα των γυναικών, την ίδια ώρα έφυγαν κι οι δυο από τη γη». Και το ποίημα τελειώνει με την περιγραφή της κηδείας όπου, σύμφωνα με το έθιμο, ένα μοιρολόι υμνεί τις αρετές, τη γενναιότητα και τη φήμη του πεθαμένου ήρωα.

Diehl Charles – Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας – 4ος τόμος

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Ενας τραγικός έρωτας στα χρόνια της Επανάστασης – Δημήτριος Υψηλάντης & Μαντώ Μαυρογένους

Οι φοβερές ιστορίες πίσω από τις λέξεις “αποδιοπομπαίος τράγος” και “φαρμακός”. Ποιος ήταν το “κάθαρμα”;

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -