Η παραγωγική χρήση της ιδέας του λειτουργικού σχεδιασμού στη σύγχρονη βιολογική έρευνα παίρνει συχνά την εξής μορφή: Κάποιος παρατηρεί ότι ένας οργανισμός παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό και κατόπιν προσπαθεί να ανακαλύψει ποια μπορεί να είναι η χρησιμότητα του εν λόγω χαρακτηριστικού. Για παράδειγμα, η ανατομή και εξέταση του σαπουνόψαρου δείχνει ότι διαθέτει ένα όργανο παραγωγής φωτός, ένα φωτοφόρο όργανο όπως λέγεται, καθώς επίσης και ένα κάτοπτρο πίσω από αυτό, έτσι ώστε να φωτίζει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δεχόμαστε λοιπόν το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο όργανο χρησιμεύει στην παραγωγή φωτός, οπότε εγείρεται το προφανές ερώτημα: Σε τι χρησιμεύει το φως που παράγεται; Το φωτοφόρο όργανο του σαπουνόψαρου βρίσκεται βαθιά στο εσωτερικό του σώματός του. Είναι δυνατόν ο φωτισμός των εντοσθίων ενός ψαριού να αποτελεί προσαρμοστικό χαρακτηριστικό του;
Το συγκεκριμένο όργανο βρίσκεται πάνω από τον αεροφόρο σάκο, και το φως του φέγγει διαμέσου των σπλάχνων. Το σαπουνόψαρο είναι μικρό και οι ιστοί του μάλλον διαφανείς. Μέρος του φωτός περνάει έξω από το σώμα και παράγει ένα αδύναμο φεγγοβολήμα κατά μήκος της κοιλιακής επιφάνειας. Ποια είναι όμως η χρησιμότητα μιας αμυδρά φωτισμένης κοιλιάς; Ίσως καθιστά το σαπουνόψαρο λιγότερο ορατό στις ειδικές συνθήκες στις οποίες ζει. Κατοικεί στον ανοιχτό ωκεανό, και κινείται στην επιφάνειά του όταν πέφτει το σκοτάδι αλλά τις ώρες της ημέρας τις περνά στα βάθη, όπου το φως φτάνει, με τα δικά μας κριτήρια, υπερβολικά εξασθενημένο, ανιχνεύσιμο μόνο ως μια μουντή φωτοβολία που έρχεται από πάνω.
Και τώρα φανταστείτε τον εαυτό σας ξαπλωμένο αναπαυτικά στην πολυθρόνα, να παρατηρεί τον ουρανό κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Ο ουρανός έχει το γνωστό του γκρίζο χειμωνιάτικο χρώμα. Ωστόσο οι νιφάδες του χιονιού καθώς στροβιλίζονται με φόντο τα σύννεφα της καταιγίδας φαίνονται περισσότερο σκούρες. Όπως Ξέρουμε, το χιόνι συνιστά το απόλυτο κριτήριο λευκότητας, αλλά το αμόλυντο χιόνι που πέφτει ελεύθερα με φόντο τον γκρίζο ουρανό μοιάζει πιο σκούρο από το γκρίζο. Τούτο συμβαίνει επειδή πηγή του φωτός είναι ο μουντός ουρανός, οπότε έτσι βλέπουμε μόνο τη σκοτεινή πλευρά των νιφάδων. Τίποτα μεταξύ του παρατηρητή και μιας πηγής φωτός δεν μπορεί να φανεί φωτεινότερο από την πηγή. Αυτό ισχύει τόσο για τις νιφάδες όσο και για τα ψάρια. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα ψάρια είναι πιο σκούρα στη ράχη τους απ’ ό.τι στο κάτω μέρος τους, και τα περισσότερα έχουν εξαιρετικά λευκές κοιλιές. Τούτο γενικά θεωρείται προσαρμοστική αντισκίαση. Αϊτού του τύπου, λοιπόν, η χρωματική κατανομή καθιστά το ψάρι λιγότερο ορατό από οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εντούτοις, όσο λευκή κι αν είναι η κοιλιά ενός ψαριού, θα φαίνεται σκούρα όταν τη βλέπουμε από κάτω, με φόντο μια φωτεινότερη επιφάνεια.
Αυτό ισχύει στα φωτεινά αβαθή νερά που βλέπουμε συνήθως όταν κολυμπάμε ή όταν ψαρεύουμε. Ισχύει επίσης και στο ενδιαίτημα του σαπουνόψαρου. όπου δεν υπάρχει πουθενά κάτι που να χρησιμεύει για κρυψώνα: προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά νερό. Το σαπουνόψαρο δεν πλησιάζει ποτέ σε φωτεινά νερά. Κινείται σε νερά αρκετά σκοτεινά οκττε να μένει αόρατο από τους εχθρούς του. ενώ, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο από τα κάτω. Αν έρχεται κάποιο φως από τα πάνω, ο θηρευτής θα διακρίνει τη σιλουέτα του σαπουνόψαρου να κινείται μέσα στο διαχεόμενο φως —εκτός φυσικά και η εν δυνάμει λεία εξαφανιστεί κάνοντας την κοιλιά της να φωτοβολεί με τρόπο που να ταιριάζει με το φως που πέφτει από πάνω!
Αυτό ακριβώς βρέθηκε στα πειράματα μέσω των οποίων λύθηκε το μυστήριο του σαπουνόψαρου. Σε ένα ενυδρείο που βρισκόταν σε δωμάτιο χωρίς άλλο φως, εκτός από ένα αμυδρό φεγγοβόλημα που έφτανε από κάπου ψηλά, το ψαρι άναβε το δικό του φως έτσι ωστε να αποκρύψει τη σιλουέτα του από κάθε μάτι που βρισκόταν από κάτω. Το φως του ταίριαζε πάρα πολύ στην ένταση και τα μήκη κύματος του φωτός που διασχίζει τα βάθη ενός ωκεανού. Αυτή την εργασία την πραγματοποίησε ο J.W. Hastingsκατά τη δεκαετία του I960 (δημοσιεύτηκε σε άρθρο με τον τίτλο «Φως για κρυψώνα»), και τώρα θεωρείται γενικά παραδεκτό ότι πρόκειται για μια κοινή προσαρμογή πολλών ψαριών του ανοιχτού ωκεανού, ακόμη και όσων διαθέτουν εξωτερικά φωτοφόρα όργανα.
Ο φιλόσοφος KarlR. Popperτόνισε κάποτε: «Μπορούμε να περιγράφουμε, αν θέλουμε, τη ζωή ως διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, και τους ζωντανούς οργανισμούς ως τα μόνα συστήματα επίλυσης προβλημάτων στο σύμπαν.» Ίσως ορισμένοι διατυπώσουν την ένσταση ότι οι υπολογιστές δεν είναι ζωντανοί οργανισμοί αλλά μπορούν να επιλύουν προβλήματα. Υποψιάζομαι ότι ο Popperθα προσέγγιζε διαφορετικά αυτό το γεγονός και θα ισχυριζόταν ότι οι υπολογιστές είναι από τα βασικά μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να επιλύουν προβλήματα.
Ο διακεκριμένος βιολόγος ErnstMayrπαρατήρησε ότι, ανά τους αιώνες, κάθε πρόοδος στη φυσιολογία άρχιζε με την ερώτηση: «Ποια είναι η λειτουργία μιας δεδομένης δομής ή ενός οργάνου;’ Η κατανόηση της καρδιακής φυσιολογίας επιτεύχθηκε όταν διατυπώθηκε η πρόταση πως η καρδιά χρησιμεύει στην άντληση του αίματος. Η κατανόηση της αναπαραγωγικής φυσιολογίας των φυτών επιτεύχθηκε όταν προτάθηκε πως τα λουλούδια χρησιμεύουν για να διανέμουν τη δική τους γύρη αλλά και να συγκεντρώνουν γύρη από άλλα φυτά. Η ερώτηση «Ποια είναι η λειτουργία του;» οδήγησε τον Hastingsστην κατανόηση της ανατομικής θέσης, της φασματικής εκπομπής, του χρόνου λειτουργίας και άλλων χαρακτηριστικών του φωτοφόρου οργάνου του σαπουνόψαροιι και του ρόλου του στην προστασία του φαριού από τη θήρευση.
Οι προσαρμογιστικές ιστορήσεις, επομένως αποτελούν ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την πραγματοποίηση σημαντικών επιστημονικών ανακαλύψεων· ωστόσο δεν διακρίνετε εδώ μια περισσότερο αισθητική μορφή θριάμβου: Δεν είναι ευχάριστο να γνωρίζουμε ότι η φύση σφύζει από παραδείγματα υπέροχα αποτελεσματικών μηχανισμών όπως το μάτι και το χέρι του ανθρώπου ή το φωτεινό καμουφλάζ του σαπουνόψαρου; Και δεν μας ικανοποιεί να γνωρίζουμε ότι η ανθρώπινη ευφυΐα είναι σε θέση να εξερευνήσει και να κατανοήσει αυτά τα θαύματα:
Δεν συμφωνούν όλοι οι βιολόγοι με την αξία που προσδίδεται στην ερώτηση «Ποια είναι η λειτουργία του:». Ο StephenJayGould, για παράδειγμα, παραλληλίζει την προσαρμογιστική αντίληψη με τις παράδοξες επί τούτω παιδικές ιστορίες του RudyardKipling- όπως «Πως η καμήλα απέκτησε την καμπούρα της». Η προσέγγιση μου στην εργασία του Hastingsθα μπορούσε να ονομαστεί: «Πώς το σαπουνόψαρο απέκτησε τη λάμψη του». Αλλά η ιστορία που σας περιέγραψα εγώ και οι ιστορίες του Kiplingδιαφέρουν σε πολλά σημαντικά πράγματα. Καταρχάς, η δική μου ιστορία ήταν συνεπής με τα γνωστά γεγονότα σχετικά με το σαπουνόψαρο και το ενδιαίτημά του, ενώ κατέβαλα ιδιαίτερη προσπάθεια να είμαι συνεπής με ότι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε δαρβινικούς περιορισμούς: δηλαδή να αναφέρομαι μόνο σε καλά εδραιωμένες υλικές διαδικασίες κατά τη διατύπωση της ιστορίας μου. Αυτό συνεπάγεται την απόρριψη κάθε υπερφυσικού παράγοντα και την περιγραφή μιας διαδικασίας με την οποία η φυσική επιλογή (όπως εξετάζουμε αναλυτικά στο δεύτερο κεφάλαιο) διατηρεί την προτεινόμενη προσαρμογή.
~ Aπόσπασμα από το βιβλίο «Σχέδιο και σκοπός στη φύση »
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Σχετικά άρθρα:
Τα αντιγραφικά μόρια – Richard Dawkins
[…] Πως το σαπουνόψαρο απέκτησε τη λάμψη του […]