Η «μολύβδινη Δημοκρατία» – Ένα σχόλιο για τις γερμανικές εκλογές.

horsch-merkel


Οι γερμανικές εκλογές ανέδειξαν  θριαμβευτικό νικητή την Άγκελα Μέρκελ και τα συντηρητικά κόμματα που την στηρίζουν CDU- CSU. H Μέρκελ πέτυχε το καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα για το κόμμα της απο το 1990 και μετά. Την ίδια στιγμή οι σοσιαλδημοκράτες της SPD εισέπραξαν το δεύτερο χειρότερο αποτέλεσμα που είχαν ποτέ στην ιστορία  τους. Σοβαρές απώλειες υπέστησαν  οι οικολόγοι-πράσινοι (DIE GRÜNEN) και η αριστερά (DIE LINKE), ενώ οι φιλελεύθεροι της FDP για πρώτη φορά στην ιστορία τους δεν μπήκαν καν  στην βουλή.

Πράγματι  οι  εκλογές του 2013 αποτελούν μια τομή στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Με 41,5 % και 18, 5 εκ. ψήφους  η ηγεσία του  CDU κατόρθωσε για πρώτη φορά μετά τον Adenauer να συγκεντρώσει τον αστικό χώρο γύρω της. Το φαινόμενο αυτό  δεν ερμηνεύεται αποκλειστικά με την μετατόπιση και την ανταλλαγή ψηφοφόρων.  Πολύ περισσότερο πρόκειται για μια μεταβολή  των σχέσεων ηγεμονίας.

Χωρίς αμφιβολία η συγκριτική παγκόσμια  ανταγωνιστική θέση της Γερμανίας αναβαθμίστηκε επί της θητείας Μέρκελ, μέσα από πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων, εργασιακής ευελιξίας και αναδιανομής εις βάρος των εργαζομένων και των κοινωνικά αδύναμων.Αυτό φαίνεται άλλωστε εάν συγκρίνει κανείς τους διαχρονικούς δείκτες εκμίσθωσης και κοινωνικών παροχών.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να ανατρέξουμε στους λόγους που οδήγησαν στο εκλογικό αποτέλεσμα.            

Chappatte-merkel-europe

ΟΙ ΛΟΓΟΙ

Πολύ συνοπτικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τους ακόλουθους λόγους:

Πρώτον, το εκλογικό αποτέλεσμα με την νίκη της Μέρκελ είχε από καιρό προδιαγραφεί και άπαντες  θεωρούσαν δεδομένο ότι η καγκελάριος θα παραμείνει στο τιμόνι των εξελίξεων ανεξάρτητα με ποια κυβερνητική παραλλαγή. Εκ προιμίου επομένως αποτράπηκε μια διαδικασία γέννεσης και πολλαπλασιασμού προσδοκιών πολιτικής αλλαγής. Αποτέλεσμα ήταν η αποτροπή  φυγόκεντρων εκλογικών  συμπεριφορών και η προαγωγή της κατεστημένης  ψήφου.

Δεύτερον, το συντηρητικό κόμμα CDU εκσυγχρονίστηκε υπό την ηγεσία της Μέρκελ και μετατοπίστηκε προς το λεγόμενο κοινωνικό κέντρο, μετριάζοντας παράλληλα  την εθνικιστική- συντηρητική του πτέρυγα. Οι συντηρητικοί κέρδισαν 7, 7 % σε εκλογικό ποσοστά,  δηλαδή 3, 5 εκ. νέους ψήφους. Η πορεία εκσυγχρονισμού αυτή συνάντησε σοβαρές εσωκομματικές αντιστάσεις, όμως τελικά επικράτησε διευρύνοντας παράλληλα το φάσμα πολυσυλλεκτικότητας. Κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, έξοδο απο την ατομική ενέργεια , ελάχιστοι μισθοί , μείωση των ενοικίων,επέκταση της  δημόσιας φροντίδας για παιδιά, ανανέωση του εκπαιδευτικού συστήματος κοκ ήταν αιτήματα αυτού του εκσυγχρονισμού για να αναπροσαρμοστεί η συντηρητική παράταξη στις νέες κοινωνικές πλειοψηφίες.

Τρίτον, μαζί με τις παραπάνω  αναπροσαρμογές   οι συντηρητικοί εξέπεμψαν πειστικά ένα μήνυμα πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας. Το κόμμα της Μέρκελ με άλλα λόγια έκφρασε έναν συμπονετικό συντηρητισμό (compassionate conservatism) ή μια σοσιαλδημοκρατική δεξιά.  Το μήνυμα της γενικευμένης ευημερίας επικοινωνήθηκε αποτελεσματικά παρά το άνοιγμα την εισοδηματικής ψαλίδας που στην πραγματικότητα επικράτησε.


Τέταρτον, συνεπεία του συντηρητικού εκσυγχρονισμού δεν υπήρξε ουσιαστική και διακριτή πολιτική διαφοροποίηση. Οι συντηρητικοί υιοθέτησαν εξ αρχής ένα μεγάλο μέρος της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας, από την καταπολέμηση της ανεργίας έως τον ελάχιστο μισθό με αποτέλεσμα να υπάρξουν σοβαρές δυσκολίες διαφοροποίησης για τους σοσιαλδημοκράτες. Για τους σοσιαλδημοκράτες της  SPD ,  το  φάσμα των πολιτικών επιλογών στένεψε επικίνδυνα αφού έχασαν σημαντικό επικοινωνιακό  έδαφος στην μάχη για τον τίτλο της κοινωνικής ευαισθησίας.

Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής διαφοροποίησης οδηγεί απευθείας σε έναν πέμπτο παράγοντα που ωφέλησε τα συντηρητικά κόμματα. Όπως επισημαίνουν πολλοί Γερμανοί σχολιαστές,  ποτέ άλλοτε οι εκλογές στην Γερμανία δεν ήταν τόσο  βαρετές. Σαν να μην υπήρχε κανένα διακύβευμα , καμία διαφορά μεταξύ των κομμάτων. Τα τελευταία  40 χρόνια δεν έχει ξαναυπάρξει ένας τόσο μεγάλος ωκεανός αδιαφορίας για την πολιτική. Οι  άνθρωποι ούτε καν εκνευρίζονται για  πολιτικά θέματα. Τόσο μεγάλο είναι το  χασμουρητό και τόσο μικρό το ενδιαφέρον .Ο λόγος είναι ότι δεν προσφέρονται σημαντικές εναλλακτικές λύσεις που θα διέφεραν διακριτά από την ασκούμενη  κυβερνητική πολιτική. Η Γερμανία άλλωστε  ευημερεί μέσα σε συνθήκες κρίσης, την ώρα που άλλες σθεναρές χώρες στενάζουν. Υπό τέτοιες συνθήκες προφανώς  είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ψηφοφόρος του λεγόμενου μεσαίου χώρου μια πολιτική που θα μπορούσε να βελτιώσει ακόμα περισσότερο την ευημερία του. Οπότε μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα:  γιατί να αλλάξει κάτι;

Ουσιαστικά οι ψηφοφόροι διαθέτουν εκ πείρας την γνώση ότι  σε πολύπλοκες κοινωνίες και υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης και ευρωπαικής ενσωμάτωσης , η πολιτική σε εθνικό επίπεδο δεν διαθέτει  πλέον τα εργαλεία να επιβάλει μεγάλες αλλαγές πορείας και προσανατολισμού. Το σύστημα λειτουργεί σαν μια μηχανή στην οποία όταν εισάγονται από πάνω οι πιό καλές  ιδέες μετατρέπονται σε πολύ μικρές διορθωτικές βαλβίδες ως  μικρές ρεαλιστικές προσαρμογές – στην καλύτερη περίπτωση. Επιπλέον,η αποσύζευξη του συστήματος της πολιτικής διαδικασίας  από τις ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες οδήγησε  σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα  πολιτικού προσωπικού ειδικών και επαγγελματιών πολιτικών εντός του οποίου δεν γίνεται διακριτή και ορατή η εθελοντική δράση των πραγματικών μελών και στελεχών. Όλοι φαίνονται ίδιοι ακόμα και σε ζητήματα στυλ. Με άλλα λόγια οι ψηφοφόροι έχουν το δικαίωμα εκλογής δεν έχουν όμως πολλές δυνατότητες επιλογής. Κατά συνέπεια διαχέεται στην  Γερμανία το έντονο συναίσθημα πολιτικής παράλυσης.

Για μολύβδινη  Δημοκρατία κάνουν λόγο ορισμένοι προοδευτικοί σχολιαστές για να εκφράσουν το αίσθημα πολιτικής παράλυσης που επικρατεί στην χώρα. ‘Ενα αίσθημα που εμποδίζει και καθιστά ανεπιθύμητες τις μεγάλες αλλαγές. Ως εκ τούτου οι σοσιαλδημοκράτες και οι όποιοι μεταρρυθμιστές, δύσκολα μπορούσαν να διατυπώσουν και να περάσουν στο κοινωνικό σώμα μια νέα αφήγηση ανατροπών και μεταρρυθμίσεων. Συνεπώς είχε χαθεί απο νωρίς το έδαφος απο το οποίο τρέφεται η σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή η υπόσχεση και η  δυνατότητα για κοινωνική αλλαγή.

Ένας έκτος  παράγοντας πού επέδρασε σε συνδυασμό  με τις παραπάνω  διάχυτες και έντονες  θεμελιακές κοινωνικές διαθέσεις είναι ότι  στένεψε  το πρίσμα πρόσληψης της πολιτικής πραγματικότητας και κατέστη  εύκολο για τα ΜΜΕ να σκηνοθετήσουν δραματουργικά την εκλογική διαδικασία.  Ο υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατών Peer Steinbrück  υπέπεσε σε μια ολόκληρη σειρά επικοινωνιακών και πολιτικών λαθών που τελικά του χρεώθηκαν από τα ΜΜΕ με δυσανάλογη ένταση. Το κόμμα της Μέρκελ είχε την απόλυτη στήριξη όλων των ΜΜΕ και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων που φοβήθηκαν  την θολή ατζέντα των σοσιαλδημοκρατών. Την ίδια στιγμή η SPD   δεν μπόρεσε να επανακτήσει τους παραδοσιακούς της ψηφοφόρους που έχασε με την εκσυγχρονιστική ατζέντα 2010 του Σρέντερ. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD και ο υποψήφιος καγκελάριος του Peer  Steinbrück  λοιδωρήθηκαν απο τα ΜΜΕ και υποτιμήθηκαν απο την αφετηρία  ως «χαμένοι χωρίς ελπίδα». Οι   συχνά υπερφίαλες και αλαζονικές κορώνες του Steinbrück   αξιοποιήθηκαν δεόντως για να καταποντίσουν το προφίλ του. Όταν το παιχνίδι είχε οριστικά χαθεί για τους σοσιαλδημοκράτες τα ΜΜΕ ξαφνικά άρχισαν να ανεβάζουν τους χαμένους για να μην καταντήσει το εκλογικό επικοινωνιακό παιχνίδι βαρετό. Από κάποια στιγμή και μετά τα ΜΜΕ άρχισαν να προπαγανδίζουν ότι μόλις άρχισε το κυνήγι εκλογικής προσέγγισης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων και ότι ο υποψήφιος  της σοσιαλδημοκρατίας τελικά δεν είναι τόσο απαίσιος όσο ειπώθηκε κάποιες στιγμές. Οι υποβολιμιαίες  εικασίες των ΜΜΕ  περί  αξιοσημείωτης δυναμικής του Steinbrück συνδυάστηκαν ξαφνικά με διάχυση της ανυπόστατης είδησης ότι η εκλογική απόσταση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων μειώθηκε  και ούτω καθεξής . Τα ΜΜΕ  ανταγωνίζονται άλλωστε για την προσοχή του κοινού , και  είναι προσεκτικά στο να μην βαραίνουν τους ακροατές τους με τις ίδιες παλιές ιστορίες.

Ένας έβδομος  παράγοντας που προώθησε την νίκη των συντηρητικών  είναι η  σκληρή πολιτική της Μέρκελ απέναντι στην Ελλάδα και στον ευρωπαικό νότο. Η εξωτερική σκληρή λιτότητα  πιστώθηκε στους συντηρητικούς ενώ οι σοσιαλδημοκράτες δεν  μπόρεσαν να προτείνουν μια σοβαρή εναλλακτική.  Η Μέρκελ απέκτησε το προφίλ της υπερπροστάτιδας των γερμανών φορολογουμένων. Ενώ οι  σοσιαλδημοκράτες δεν  επιχείρησαν μια πολιτική παρουσία  ρήξεων,  η Μέρκελ είχε μια ενωτική απολιτίκ και στρογγυλεμένη παρουσία ως  «μαμά» των Γερμανών. Αυτό της πιστώθηκε με μια τεράστια δημοφιλία.   Οι όποιες αντιρρήσεις άλλωστε  απένατι στην πολιτική της Μέρκελ δεν συνοδεύτηκαν απο την απαιτούμενη κοινωνική οργή στην Γερμανία . Διότι σε ευρωπαίκό επίπεδο  η Μέρκελ εκφράζει μεν τον σκληρό  θατσερισμό, εσωτερικά όμως θεωρείται κοινωνικά ανεκτή και δρά χωρίς να δημιουργεί αντιπαραθέσεις. Η πολιτική της Μέρκελ εντός Γερμανίας είναι ημι-σοσιαλδημοκρατική. Ακόμη και η κριτική σκληροπυρηνικών  αριστερών απέναντι της εκφράστηκε χωρίς  μεγάλα πάθη. Η πολιτική λιτότητας προς τα έξω συνδυάζεται με μια   συγκαλυμμένη ευρωσκεπτιστική στάση των συντηρητικών η οπόια ωφέλησε την Μέρκελ σε κάθε περίπτωση.   Αυτό δέιχνει άλλωστε και το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του ακροσυντηρητικού κόμματος CSU του Horst Seehofer στην   Βαυαρία και το υψηλό ποσοστό του λαίκιστικού αντιευρωπαίκού κόμματος AfD.

Όγδοον  ,  οι συντηρητικοί ενοχοποίησαν  τους ελεύθερους δημοκράτες της FDP για την  νεοφιλελεύθερη πολιτική απορρυθμίσεων που ασκήθηκε σε επίπεδο Ευρώπης τα τελευταία χρόνια. Αυτό διέβρωσε την υπόσταση των φιλελεύθερων και τους κόστισε την παρουσία στην βουλή. Η συρρίκνωση της  FDP κατά 10 % οδήγησε σε μαζική μετατόπιση  ψήφων προς την Μέρκελ. Η προσπάθεια των φιλελεύθερων να αποσπάσουν  τον δεύτερο σταυρό των ψηφοφόρων της Μέρκελ οδήγησε σε μια πόλωση η οποία ωφέλησε τους συντηρητικούς.

christo-merkel

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εν κατακλείδι , το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε θριαμβευτικό νικητή την Μέρκελ ενώ υπήρχε η δυνατότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης μεταξύ σοσιαλδημοκρατών , πρασίνων και αριστεράς. Η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών δεν εκδηλώθηκε ακόμα θετικά όσον αφορά την δυνατότητα ενός  μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού. Αυτό σημαίνει ενδεχομένως ότι   οι σοσιαλδημοκράτες θα ζητήσουν σκληρούς συμβιβασμούς και ποικίλες παραχωρήσεις  απο τους συντηρητικούς για να ενδώσουν στην συνεργασία . Τα κόμματα άλλωστε είναι οργανώσεις που μαθαίνουν (learning organizations) και επιχειρούν να μην επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Η SPD φοβάται πρόδηλα να μην  πάθει  την ίδια πανωλεθρία πού έπαθε μετά την προηγούμενη κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού του 2005. Ανοικτό παραμένει όμως και το  πολύ βάσιμο ενδεχόμενο   να σχηματιστεί μια κυβέρνηση μεταξύ  CDU/CSU και Πρασίνων. Πιθανόν οι αντίστοιχες διαπραγματεύσεις να διαρκέσουν εβδομάδες. Εάν πάντως οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν έχουν αποτέλεσμα τότε όλα τα σενάρια ξαναμπαίνουν στο τραπέζι ακόμα και αυτό μιας  προοδευτικής διακυβέρνησης.      Πολλές φορές άλλωστε υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές.

Ανεξάρτητα από τις  διακομματικές κυβερνητικές  συνθέσεις , θεμελιώδης σημασία έχει ότι όσο πιο πολυσύνθετο  είναι το πολιτικό πεδίο  τόσο πιο πολύ οι πολίτες αποκομίζουν την αίσθηση  ότι οι όποιες αποφάσεις και επιλογές τους δεν παίζουν καμία σημασία. Σε δικομματικά συστήματα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι  ψηφοφόροι  αποφασίζουν ποιος θα κερδίσει. Σε   τρικοματικά και τετρακοματικά κομματικά συστήματα ωστόσο  οι πολίτες δίνουν  κατά κάποιο τρόπο  μια ασαφή κατεύθυνση ποιό μέτωπο κομμάτων  θα κυβερνήσει. Σε πολιτικά συστήματα εντούτοις  με  πέντε ή περισσότερα κόμματα  οι ψηφοφόροι αποφασίζουν τη σύνθεση του κοινοβουλίου και οι πολιτικοί  αποφασίζουν στην συνέχεια τη σύνθεση της κυβέρνησης. Σε τέτοια κομματικά συστήματα η βασική απόφαση για την κυβερνητική σύνθεση  μετατοπίζεται όλο περισσότερο στο επίπεδο συμμαχικών διαπραγματεύσεων.

Δεδομένου ότι οι πολίτες γνωρίζουν ότι η επιρροή τους είναι σχετικά μικρή πάνω σε αυτές τις  διαπραγματεύσεις συνασπισμού,  δίδουν στην ψήφο τους όλο και μικρότερη σημασία. Σε πολιτικά  συστήματα  όπου δεν καθορίζουν  αποκλειστικά οι εκλογές  την  γραμμή και την  κομματική σύνθεση της κυβέρνησης, αλλά οι  διαπραγματεύσεις,  είναι προφανές ότι , οι πολιτικοί προσπαθούν  να κρατήσουν  ανοικτές όσες πιο πολλές  επιλογές γίνεται. Η στάση αυτή όμως πολλαπλασιάζει αφενός την έλλειψη προβλεψιμότητας και διαβρώνει αφετέρου τον ορίζοντα δεσμευτικότητας των κομμάτων εξουσίας.

Γεγονός είναι πάντως ότι η Μέρκελ στηρίχτηκε  σε μια στρατηγική ασύμμετρης αποστράτευσης της πολιτικής. Οι δημοσκοπήσεις στην Γερμανία έδιναν και έπαιρναν αλλά η πολιτική λιθαργία παρέμεινε έως το τέλος. Όπως παραδέχτηκε  άλλωστε η ίδια η Μέρκελ στα 80 γενέθλια του  Hans- Dietrich Genscher,  υπήρξε πάντοτε θαυμάστρια της λογικής της ασύμμετρης αποκινητοποίησης. Απευθυνόμενη στον εορταζόμενο η Μέρκελ είπε «πάντοτε σας θαύμαζα για τον τρόπο που  διαχειριζόσασταν τα ΜΜΕ. Ενώ ήταν προφανής σε πολλές συνεντεύξεις τύπου η ακαθοριστία των απαντήσεων σας, στα ερωτήματα πού σας ετίθεντο , ταυτόχρονα ήταν εμφανής η ικανοποίηση των παρόντων δημοσιογράφων» .

Ήδη η νικήτρια των εκλογών Μέρκελ και το κόμμα της έχουν στρέψει τα βλέμματα τους στην επόμενη φάση της ασύμμετρης πολιτικής ακινητοποίησης για να αποτρέψουν τις ενδεχόμενες κοινωνικές πιέσεις του μέλλοντος.

Τι απομένει όμως από την  Μολύβδινη  Δημοκρατία ;.

Η γερμανική πολιτεία σήμερα στηρίζεται σε ένα αποκορύφωμα  μιας  φοβερής  νομισματικής επέκτασης. Μιας νομισματικής πολιτικής του φτηνού χρήματος που ασκούν η FED και η ΕΚΤ. Ενώ η χώρα επωφελείται εσωτερικά από την ροή αυτής της πολιτικής, παίζει εξωτερικά τον ρόλο του παγκόσμιου οικονομικού χωροφύλακα που φροντίζει για την περιστολή των άλλων χωρών σπέρνοντας τον παγκόσμιο οικονομικό  πανικό μέσω απειλών κατά των υπερχρεωμένων χωρών. Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο δοκιμαστήριο αυτής της πολιτικής. Ταυτόχρονα , ως φυσικός της εξουσίας και χωρίς μεγάλα πολιτικά  οράματα για την Γηραιά Ήπειρο, η Μέρκελ ασκείται στην ασύμμετρη αποστράτευση της πολιτικής.

Η στρατηγική αυτή δεν έφερε  τομές,  όμως νίκησε. Θα δούμε για πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η συναίνεση της Μέρκελ

mavrozaharakis

antikleidi.com/author/manolis

  Μαυροζαχαράκης Μανόλης – Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Πολυμορφία η παρτακισμός; Ένα σύγχρονο κοινωνικό δίλλημα 

Οικονομικές και πολιτικές κρίσεις πάνε μαζί

Ο παροπλισμός της μεσαίας τάξης

Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο: Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, πεθαίνει όμως κάθε μέρα περισσότερο.

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -