Δικαιολογημένη εγκράτεια. Υπάρχουν μετά το τέλος της μεταφυσικής απαντήσεις στο ερώτημα περί του “ορθού βίου”;

art-to_outoftime (WinCE)


Ο Max Frisch βάζει τον εισαγγελέα που αντικρίζει τον “Stiller” να θέσει το ακόλουθο ερώτημα: “Πώς χειρίζεται ο άνθρωπος τον χρόνο της ζωής του; Είχα ελάχιστη συνείδηση του ερωτήματος, απλώς ένιωθα τη σύγχυση που μου προκαλούσε.”

Ο Frisch διατυπώνει το ερώτημα σε οριστική έγκλιση. Ο στοχαστικός αναγνώστης, αγωνιώντας για τον εαυτό του, του προσδίδει μιαν εθική χροιά: “Πώς οφείλω να χειριστώ τον χρόνο της ζωής μου;”

Για αρκετόν καιρό οι φιλόσοφοι πίστευαν πως είχαν έτοιμες τις κατάλληλες σχετικές συμβουλές. Σήμερα ωστόσο, μετά τη μεταφυσική, η φιλοσοφία δεν εμπιστεύεται πια τον εαυτό της για τη διατύπωση δεσμευτικών απαντήσεων σε ερωτήματα γύρω από το πώς να διάγει κανείς τον βίο του ατομικά ή και συλλογικά. Τα Minima Moralia ξεκινούν με ένα μελαγχολικό ρεφρέν εμπνευσμένο από την ευφρόσυνη επιστήμη του Nietzsche με την ομολογία μιας αδυναμίας: “Η θλιμμένη επιστήμη, απ’ την οποία προσφέρω στους φίλους μου κάποια πράγματα, αναφέρεται σ’ έναν τομέα που από αμνημονεύτων χρόνων θεωρούνταν ότι ανήκε κατεξοχήν στη φιλοσοφία […] τη θεωρία περί του ορθού βίου.”  Στο μεταξύ, όπως λέει ο Adorno, το έθος υποβαθμίστηκε σε θλιμμένη επιστήμη, αφού στην καλύτερη περίπτωση επιτρέπει διάσπαρτους, αφοριστικά διατυπωμένους “στοχασμούς από τον φθαρμένο βίο”.

Όσο η φιλοσοφία εξακολουθούσε να πιστεύει ότι κατείχε βεβαιότητες σχετικά με την ολότητα της φύσης και της ιστορίας, διέθετε και το δήθεν σταθερό πλαίσιο, στο οποίο όφειλε να ενταχθεί η ανθρώπινη ζωή των ατόμων και των κοινοτήτων. Η δομή του σύμπαντος και η ανθρώπινη φύση, τα στάδια της ιστορίας του κόσμου και της ιστορίας της προσωπικής σωτηρίας παρείχαν γεγονότα εμποτισμένα από κανονιστικές αρχές, που, καταπώς πίστευαν, ξεκαθάριζαν και τα ζητήματα περί του ορθού βίου. Το “ορθός» είχε στην προκειμένη περίπτωση το παραδειγματικό νόημα ενός άξιου προς μίμηση βιοτικού υποδείγματος, είτε αυτό αφορούσε το άτομο είτε την πολιτική κοινότητα. Όπως οι μεγάλες θρησκείες παρουσίαζαν τον βίο των ιδρυτών τους ως οδό για τη σωτηρία, έτσι πρόσφερε και η μεταφυσική τα βιοτικά μοντέλα της, που ήταν βέβαια διαφορετικά για τους λίγους απ’ ό,τι για τους πολλούς. Οι θεωρίες περί του ορθού βίου και της δίκαιης κοινωνίας, δηλαδή το έθος και η πολιτική, εξακολουθούσαν να βγαίνουν από το ίδιο καλούπι. Αλλά με την επιτάχυνση της κοινωνικής μεταβολής συντομεύονταν ολοένα και οι ημερομηνίες λήξεως τούτων των υποδειγμάτων του ενάρετου βίου, είτε προσανατολίζονταν στην ελληνική πόλιν*, στις κάστες της μεσαιωνικής societas civilis^ στο πολύπλευρο άτομο της Αναγέννησης των πόλεων ή, όπως στον Έγελο, στο πλέγμα που αποτελούνταν από την οικογένεια, την αστική κοινωνία και τη συνταγματική μοναρχία.

applied-ethics-ma

Ο πολιτικός φιλελευθερισμός ενός John Rawls αποτελεί το τελικό σημείο αυτής της εξέλιξης. Αντιδρά στον πλουραλισμό των κοσμοθεωρήσεων και στην προϊούσα εξατομίκευση των βιοτικών στυλ. Συνάγει τις συνέπειες από την αποτυχία των φιλοσοφικών εγχειρημάτων να αναδείξουν ορισμένους τρόπους ζωής ως υποδειγματικούς ή γενικά δεσμευτικούς. Η “δίκαιη κοινωνία” αφήνει στην ευχέρεια του καθενός το πώς θα θελήσει “να χειριστεί τον χρόνο της ζωής του». Διασφαλίζει για τον καθέναν την ίδια ελευθερία ανάπτυξης μιας συναφούς προς το έθος αυτοκατανόησης,  ώστε να πραγματώσει μια προσωπική σύλληψη περί του ((αγαθού βίου» κατά τις δυνατότητες και τις επιθυμίες του.

Φυσικά τα σχέδια ζωής των επιμέρους ατόμων δεν διαμορφώνονται ανεξάρτητα από διυποκειμενικά κοινές βιοτικές συνάφειες. Μέσα όμως σε μια πολύπλοκη κοινωνία μπορεί ένας πολιτισμός να υπερασπιστεί με επιτυχία τον εαυτό του έναντι άλλων πολιτισμών μόνον όταν πείθει τις επόμενες γενιές -που δικαιούνται και να αρνηθούν- για τα πλεονεκτήματα της διανοίγουσας τον κόσμο σημασιολογίας του και της δύναμής του να προσανατολίζει τη δράση. Πολιτισμική προστασία ειδών δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει. Σε μια δημοκρατικά συντεταγμένη πολιτεία δεν δικαιούται ούτε καν η πλειοψηφία να επιβάλει στις μειοψηφίες τη δική της πολιτισμική μορφή ζωής, στον βαθμό που αυτή αποκλίνει από τον κοινό πολιτικό πολιτισμό της χώρας, με το σκεπτικό ότι τάχατες αποτελεί “κυρίαρχο πολιτισμό”*.


cropped-dscf72611

Όπως δείχνει το παράδειγμα, ούτε και σήμερα η πρακτική φιλοσοφία δεν παραιτείται από κανονιστικές σκέψεις. Περιορίζεται όμως κατά το μάλλον ή ήττον σε ζητήματα δικαιοσύνης. Ιδιαίτερα πασχίζει να διασαφηνίσει την ηθική οπτική γωνία, από την οποία κρίνουμε κανόνες και πράξεις πάντοτε όταν το ζήτημα είναι να διαπιστώσουμε ποιο είναι το συμμετρικό διαφέρον καθενός και τι είναι εξίσου καλό. Με μια πρώτη ματιά, ηθική θεωρία και έθος μοιάζει να καθοδηγούνται από το ίδιο ερώτημα: «Τι οφείλω να κάνω, τι οφείλουμε να κάνουμε;» Μονάχα που το «οφείλειν» προσλαμβάνει άλλο νόημα όταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που αποδίδουμε ο ένας στον άλλο κατά τρόπο αμοιβαίο, δεν αντιμετωπίζονται πλέον από μιαν εγκλείουσα οπτική τού «εμείς», αλλά όταν μεριμνάμε για τη δική μας τη ζωή από την οπτική τού «εγώ» και αναρωτιόμαστε για το καλύτερο που μακροπρόθεσμα -σε γενικές γραμμές- μπορούμε να πράξουμε «για μένα» ή «για μας». Γιατί τέτοια εθικά ερωτήματα για το καλό και το κακό του καθενός τίθενται εντός των συμφραζομένων μιας ορισμένης βιοϊστορίας ή μιας ιδιαίτερης μορφής ζωής. Συγγενεύουν με τα ερωτήματα περί ταυτότητας: Πώς οφείλουμε να αυτοκατανοούμαστε, ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να είμαστε. Επ’ αυτού δεν υπάρχει προφανώς απάντηση ανεξάρτητη από τα εκάστοτε συμφραζόμενα και, συνεπώς, γενική και εξίσου δεσμευτική για όλα τα πρόσωπα.

Γι’ αυτό οι θεωρίες περί δικαιοσύνης και περί ηθικής τραβούν σήμερα δικούς τους δρόμους, διαφορετικούς, εν πάση περιπτώσει, από αυτούς που ακολουθεί το «έθος», εφόσον τούτο το εννοούμε με την κλασική έννοια ως θεωρία περί του ορθού βίου. Από τη σκοπιά της ηθικής οφείλουμε να απαρνηθούμε τις υποδειγματικές εκείνες εικόνες ενός επιτυχημένου ή μη άστοχου βίου, που μας έχουν παραδοθεί στις μεγάλες μεταφυσικές και θρησκευτικές αφηγήσεις. Όσο κι αν η υπαρξιακή μας αυτοκατανόηση εξακολουθεί να αντλεί τον προσανατολισμό της από το ουσιώδες περιεχόμενο αυτών των παραδόσεων, η φιλοσοφία δεν μπορεί πλέον να παρέμβει αυτοδίκαια στην ίδια τη διαμάχη των δυνάμεων αυτών της πίστης. Ειδικά όσον αφορά τα ερωτήματα που έχουν για μας τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, αποσύρεται σ’ ένα μεταεπίπεδο και ερευνά πλέον μόνον τις μορφικές ιδιότητες των διαδικασιών αυτοσυνεννόησης, χωρίς να παίρνει θέση ως προς τα ίδια τα περιεχόμενα. Μπορεί βέβαια τούτο να μην είναι ικανοποιητικό, αλλά τι μπορεί να αντιτάξει κανείς σε μια καλά δικαιολογημένη εγκράτεια;

Βέβαια, η ηθική θεωρία καταβάλλει υψηλό αντίτιμο εξαιτίας αυτής της κατανομής της εργασίας ανάμεσα στην ίδια και σε ένα έθος που ειδικεύεται στις μορφές της υπαρξιακής αυτοσυνεννόησης. Γιατί, με τον τρόπο αυτό καταλύει τη συνάφεια εκείνη που διασφαλίζει στις ηθικές κρίσεις τη δυνατότητα να μας υποκινούν να πράττουμε το ορθό. Οι ηθικές αντιλήψεις τότε μόνον καταφέρνουν να δεσμεύσουν αποτελεσματικά τη βούληση, όταν είναι ενταγμένες σε μιαν εθική αυτοκατανόηση, που ενσωματώνει τη μέριμνα για το ατομικό καλό στο διαφέρον για δικαιοσύνη.

art_ethics-420x0Και μπορεί βέβαια οι δεοντολογικές θεωρίες που ακολούθησαν τον Kant να ήταν σε θέση να εξηγήσουν πολύ καλά το πώς της θεμελίωσης και της εφαρμογής των ηθικών κανόνων, εξακολουθούν ωστόσο να οφείλουν μιαν απάντηση στο ερώτημα του γιατί οφείλουμε εν γένει να είμαστε ηθικοί. Εξίσου αδυνατούν να απαντήσουν και οι πολιτικές θεωρίες στο ερώτημα γιατί στη διαμάχη για τις αρχές που διέπουν τη συμβίωση θα έπρεπε οι πολίτες μιας δημοκρατικής συλλογικής οντότητας να προσανατολιστούν με γνώμονα το κοινό καλό, αντί να αρκεστούν σ’ έναν modus vivendi που θα τον επιλέξουν με ορθολογικές ως προς τον σκοπό διαδικασίες. Οι περί δικαιοσύνης θεωρίες, που έχουν αποσυνδεθεί από το έθος, μπορούν να ελπίζουν μονάχα να έχουν «ευμενή αντιμετώπιση» από τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης και από τις πολιτικές μορφές ζωής.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το άλλο ερώτημα, συγκεκριμένα το γιατί θα έπρεπε το φιλοσοφικό έθος να παραχωρήσει τη θέση του στο είδος εκείνο των ψυχοθεραπειών,που κατά την καταπολέμηση ψυχικών διαταραχών αναλαμβάνουν ανενδοίαστα το κλασικό καθήκον τού να δώσουν κατευθύνσεις στη ζωή. Ο φιλοσοφικός πυρήνας της ψυχανάλυσης εμφανίζεται επί παραδείγματι με σαφήνεια στον Alexander Mitscherlich, που αντιλαμβάνεται την ψυχική ασθένεια ως φθορά ενός ειδικά ανθρώπινου τρόπου ύπαρξης. Την κατανοεί ως απώλεια ελευθερίας, για την οποία ευθύνεται ο ίδιος ο ασθενής, αφού μέσω των συμπτωμάτων του απλώς και μόνον αναπληρώνει μιαν οδύνη που έγινε ασυνείδητη, μιαν οδύνη από την οποία ξεφεύγει κρυβόμενος από τον εαυτό του. Ως σκοπό της θεραπείας θεωρεί μιαν αυτογνωσία, η οποία συχνά δεν είναι παρά η μετατροπή της ασθένειας σε οδύνη, σε μιαν οδύνη όμως που αυξάνει το κύρος του Homo sapiens γιατί δεν εκμηδενίζει την ελευθερία του».^

Ο όρος της ψυχικής «ασθένειας» προέκυψε κατ’ αναλογίαν προς τη σωματική ασθένεια. Αλλά μέχρι πού φτάνει η εμβέλεια της αναλογίας, όταν στον ψυχικό τομέα λείπουν σε μεγάλο βαθμό κάποιες παρατηρήσιμες και υποκείμενες σε σαφή εκτίμηση παράμετροι της υγιούς κατάστασης; Μια κανονιστική αντίληψη του «να είναι κανείς απρόσκοπτα ο εαυτός του» θα πρέπει προφανώς να αντικαταστήσει τους ελλείποντες σωματικούς δείκτες. Αυτό γίνεται σαφές ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η πίεση της οδύνης που ωθεί τον ασθενή στον αναλυτή γίνεται η ίδια αντικείμενο απώθησης, έτσι ώστε το πρόσκομμα να εντάσσεται απαρατήρητο στην κανονική ζωή. Γιατί θα έπρεπε η φιλοσοφία να δειλιάσει μπροστά σε αυτό που τολμά για παράδειγμα η ψυχανάλυση; Πρόκειται για τη διασάφηση της διαισθητικής κατανόησης την οποία διαθέτουμε για τα κλινικά χαρακτηριστικά μιας αποτυχημένης ή μη αποτυχημένης ζωής. Η παραπάνω ρήση του Alexander Mitscherlich προδίδει πάντως ίχνη του Kierkegaard και των επιγόνων του υπαρξιστών φιλοσόφων. Αυτό δεν είναι τυχαίο.__

images (4)Απόσπασμα από το βιβλίο του JÜRGEN HABERMAS “Tο μέλλον της ανθρώπινης φύσης – Πίστη και γνώση “

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Γ.Χαμπέρμας : Οι συνθήκες στην Ελλάδα θυμίζουν όψιμη Δημοκρατία της Βαϊμάρης 

Ο Σέξτος Εμπειρικός και η ατέρμονη παλινδρόμηση της δικαιολόγησης 

Από το “εργαστήρι” της σκέψης.. του Κώστα Αξελού

Μια μικρή εισαγωγή στο πρόβλημα του Είναι και του Πρέπει.

Οι θεωρίες της απόφασης

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

1 σχόλιοΣχολιάστε