Ο Δεύτερος Θάνατος – Και Οριστικός – Του Ι. Καμπανέλλη

Untitled-19


Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, μέχρι που διάβασα ότι λίγες μέρες πριν από αυτόν είχε «φύγει» η σύζυγος του. Μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβα γιατί ο Καμπανέλλης σταμάτησε να αναπνέει.

Τον είχα συναντήσει πριν πολλά χρόνια, όταν δούλευα σερβιτόρος στο Ραντεβού, μια καφετέρια της Νάξου. Ήταν Αύγουστος και ο Καμπανέλλης με τη σύζυγο του στριμώχτηκαν σε ένα ακριανό τραπέζι, χωρίς να ζητήσουν ιδιαίτερη μεταχείριση. Ο Γιάννης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, που με ήξερε και με καταλάβαινε, με ρώτησε αν ήθελα να σερβίρω τον Καμπανέλλη. Αμέσως ξέχασα ότι δούλευα. Δεν το θυμάμαι, αλλά είμαι σίγουρος ότι είχα αρχίσει να τρέμω. Πήγα την παραγγελία στο τραπέζι περιμένοντας να δω έναν κολοσσό, έναν άγιο με φωτοστέφανο, έναν πληθωρικό άνθρωπο των τεχνών, σαν τον Κατσίμπαλη ή σαν τον Όρσον Ουέλς. Βρήκα ένα γηραιό ζευγάρι που συζητούσε χαμηλόφωνα λες και φοβόταν μη ενοχλήσει τις ορδές των Ελλήνων που βρυχιόντουσαν για να αποδείξουν ότι τα ξέρουν όλα.

«Είστε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης;» τον ρώτησα.

«Εγώ είμαι», αποκρίθηκε εκείνος, αφού πρώτα κοίταξε την κυρία του.

«Πέτρος Παπαγεωργίου», του είπα και έτεινα το χέρι μου.

Τότε δεν κατάλαβα τι είχα κάνει. Του είχα μιλήσει λες και ήμουν ο επίγονος του Καζαντζάκη (ίσως έτσι να αισθανόμουν, ήμουν είκοσι τριών χρονών).

«Χάρηκα», μου είπε αυτός, χαμογέλασε και μου έδωσε το χέρι του.

Πρώτα τον ρώτησα αν είχε γνωρίσει τον Καζαντζάκη (μια νεανική εμμονή στην οποία πάντα επιστρέφω). Εκείνος απάντησε ότι θα ήθελε πολύ να είχε μια τέτοια τύχη. Έκανα μερικές ερωτήσεις ακόμα για τα υπόλοιπα ιερά τέρατα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Καμπανέλλης μου απαντούσε με σοβαρότητα και σεβασμό, λες και μιλούσε σε ομότεχνο του ή σε δημοσιογράφο.

Τη συζήτηση μας διέκοψε μια «ευγενική» κυρία που δεν της άρεσε η γρανίτα φράουλα που είχε παραγγείλει. Με διέταξε να της φέρω κάτι άλλο και να φάω εγώ αυτό το «πράγμα» που της είχα πάει.

Συνέχισα τη δουλειά μου προσπαθώντας πάντα να βρίσκομαι κοντά στο τραπέζι του Καμπανέλλη. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που συζητούσαν και κοιτιόντουσαν: Λες και είχαν γνωριστεί πριν λίγες μέρες. Τα περισσότερα ζευγάρια αυτής της ηλικίας καθόντουσαν στις καρέκλες τους χωρίς να μιλάνε. Και όταν μιλούσανε ήταν για να τσακωθούν.


Κάποια στιγμή δεν άντεξα, πλησίασα και τον ρώτησα (ήμουν νέος, αυθάδης και περίεργος) πόσο καιρό είναι με τη σύντροφο του. Μου είπε ότι είναι μαζί πενήντα χρόνια και ότι θα είναι μαζί μέχρι να πεθάνει ο ένας από τους δύο. Ή και οι δύο.

Την επόμενη φορά που τον συνάντησα ήταν στο σπίτι του, στην Αθήνα. Ο Καμπανέλλης είχε γίνει ο άτυπος μέντορας μου. Κάθε φορά που έγραφα ένα κείμενο του το έστελνα κι εκείνος με συμβούλευε, με διόρθωνε, με ενθάρρυνε. Ξεκίνησε να μου μιλάει για την αποστασιοποίηση του συγγραφέα από τους ήρωες του βιβλίου του:

«Ακόμα κι αν ο συγγραφέας γράφει για τον Χίτλερ, ακόμα κι αν ο συγγραφέας έχει βρεθεί στο Μαουτχάουζεν, ο συγγραφέας δεν πρέπει να φαίνεται.»

Με ρώτησε αν ήθελα να πιω κάτι και έβαλε δυο μεταξά. Άναψε τσιγάρο και συνέχισε. Κάποια στιγμή ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα. Ο Καμπανέλλης πριν από λίγο είχε σβήσει το τσιγάρο του. Η κυρία Νίκη, η σύζυγος του, μπήκε στο δωμάτιο και αφού με χαιρέτησε κοίταξε το σταχτοδοχείο.

kampanellis2«Κάπνιζες;» τον ρώτησε.

Εκείνος το παραδέχτηκε σηκώνοντας τους ώμους.

«Είναι σαν παιδί», είπε η κυρία Νίκη σε μένα και αφού πήρε αυτό για το οποίο είχε έρθει ξανάφυγε.

Μόλις η πόρτα έκλεισε ο Καμπανέλλης, πραγματικά σαν ένα άτακτο παιδί, άναψε καινούριο τσιγάρο.

«Αν δεν είχα την Νίκη να με προσέχει», είπε, «θα είχα πεθάνει πριν φτάσω τα πενήντα. Αν όμως την άκουγα κάθε φορά που μου λέει να προσέχω, θα είχα μαραζώσει από τα σαράντα μου

Και συνέχισε να με συμβουλεύει.

Η τελευταία μας συνάντηση ήταν σε μια ταβέρνα της Νάξου. Ο Καμπανέλλης μου ζήτησε συγγνώμη που είχε αργήσει να απαντήσει σε ένα γράμμα μου. Τη μια βδομάδα τη θεωρούσε καθυστέρηση, ενώ άλλοι (φίλοι, άεργοι κι αργόσχολοι), λες και ήταν εκδοτικοί οίκοι, έκαναν ένα εξάμηνο για να σαλιώσουν το γραμματόσημο.

«Ήμουν άρρωστος», δικαιολογήθηκε ο αετός στη μύγα.

Άναψε τσιγάρο και η κυρία του τον κοίταξε αυστηρά.

«Ελπίζω κάτι περαστικό», του είπα.

«Περίπου», είπε αυτός. «Πέθανα για τρία λεπτά.»

Νόμιζα ότι αστειευόταν και χαμογέλασα.

«Όχι, στ’ αλήθεια το λέω», είπε ερμηνεύοντας σωστά τη ματιά μου. «Ήμουν τρία λεπτά νεκρός.» Έδειξε το τσιγάρο του. «Ούτε ένα τσιγάρο δρόμος.»

«Δεν νομίζω, Ιάκωβε, ότι ο φίλος μας έχει τη διάθεση να ακούει μακάβρια αστεία. Και δεν ήταν ένα τσιγάρο, αλλά όλα τα τσιγάρα που έχεις καπνίσει ως τώρα.»

«Δεν έχω καταλάβει τίποτα», είπα κρύβοντας το πακέτο μου κάτω από μια χαρτοπετσέτα.

«Απλά», μου είπε ο Καμπανέλλης, «έπαθα ένα έμφραγμα και στο νοσοκομείο η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει για τρία λεπτά. Ήθελε κι αυτή να κάνει ένα διάλειμμα. Τόσα χρόνια…»

«Δηλαδή, πεθάνατε κανονικά;»

«Ήμουν κλινικά νεκρός. Και με επαναφέρανε. Μην τρομάζεις. Δεν ήταν τίποτα. Κυριολεκτικά δεν ήταν τίποτα… Κενό… Πιο λίγο κι απ’ το κενό… Σαν ύπνος χωρίς όνειρα.»

Η κυρία Νίκη σηκώθηκε με θόρυβο και μπήκε στο μαγαζί.

«Ο θάνατος είναι σκληρός μόνο γι’ αυτούς που μένουν», μου είπε εμπιστευτικά και γύρισε να την κοιτάξει που έφευγε. «Τη λατρεύω όταν είναι θυμωμένη.»

Άφησα το χρόνο να κυλήσει προτού μιλήσω. Ο Καμπανέλλης με κοιτούσε με υγρά μάτια, αλλά νομίζω ότι πάντα τα μάτια του ήταν υγρά.

«Συγχωρέστε με γι’ αυτό που θα ρωτήσω», είπα και άναψα τσιγάρο βιαστικά, για να προλάβω να καπνίσω πριν γυρίσει η κυρία του. «Δε φοβάστε το θάνατο; Φαίνεστε ακόμα ερωτευμένος.»

«Και είμαι. Με τη γυναίκα μου, με τη ζωή… Όμως δεν είμαι άπληστος. Χόρτασα. Γνώρισα την καλύτερη πλευρά του ανθρώπου και τη χειρότερη. Έφαγα τα πιο νόστιμα εδέσματα, έφαγα και σκουπίδια. Το συμπόσιο τελειώνει κάποια στιγμή. Δε θέλω να ερωτευτώ ξανά ούτε να γνωρίσω άλλον Κάρολο και Μίκυ και Τζένη. Γνώρισα τους καλύτερους και τους χειρότερους… Έζησα χίλιες ζωές. Κάθε πρόσωπο στα έργα μου ήταν μια άλλη ζωή

U4U45Το βλέμμα του καρφώθηκε στα βουνά του απέναντι νησιού.

Η γυναίκα του μας βρήκε σε αυτή τη στάση. Σαν να είχε ακούσει τι μου έλεγε του χάιδεψε τα μαλλιά.

«Εδώ είσαι;» τη ρώτησε και της έπιασε το χέρι.

«Πάντα», απάντησε εκείνη.

«Τότε συγχωρείστε με για ένα λεπτό», είπε ο Καμπανέλλης και σηκώθηκε.

Έμεινα για λίγο μόνος μου με την κυρία Νίκη και ξεκίνησα να γεμίζω το στόμα μου για να καλύψω την αμηχανία μου.

«Ο Ιάκωβος δεν έχει γεράσει καθόλου», μου είπε μετά από λίγο. «Ξυπνάει το πρωί και θέλει να γράψει, να διαβάσει, να συνεχίσει. Έχει μια ακόρεστη δίψα για ζωή, για δημιουργία.»

«Ίσως γιατί έχει εσάς», είπα φτύνοντας κατά λάθος λίγα ψίχουλα.

Εκείνη τη μέρα, νομίζω ήταν πριν εφτά χρόνια, δεν ήξερα πόσο σωστά μίλησα.

Τον είδαμε να έρχεται και η κυρία Νίκη μίλησε ψιθυριστά, αλλά με τον τρόπο που ψιθυρίζουν οι ηθοποιοί στο σανίδι, έτσι ώστε να μπορούν όλοι να τους ακούσουν:

«Σταμάτα, γιατί θα νομίζει ότι μιλάμε γι’ αυτόν και θα το πάρει πάνω του.»

Γέλασε, γέλασε σαν να ήταν κοπελίτσα που φλέρταρε. Ο Καμπανέλλης την κοίταξε με μάτια που έλαμπαν κι εγώ έψαξα για το ποτήρι μου με το κρασί.

«Σ’ αυτήν την ηλικία και τουαλέτα να πας σου φαίνεται μακριά», είπε και αγνάντεψε ξανά τα μακρινά βουνά. Έκατσε, και αφού άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και ήπιε λίγο κρασί με κοίταξε. «Λένε ότι τα γηρατειά είναι η χειρότερη ηλικία. Πάνω που μαθαίνεις να είσαι άνθρωπος πρέπει να προετοιμαστείς για να εγκαταλείψεις την κούρσα. Όμως δε θα ήθελα να ήμουν νέος ξανά. Είναι πολύτιμο δώρο τα γηρατειά. Ησυχάζεις, ξέρεις ότι δεν έχεις χρόνο για μεγάλα όνειρα και ετοιμάζεσαι σιγά-σιγά να φύγεις. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τραγικό απ’ το να πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος. Ενώ για ένα γέρο… Είναι φυσικό, σαν να βλέπεις το τέλος ενός έργου. Ξέρεις ότι έρχεται. Ενώ, φαντάσου, τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής βγαίνει στη σκηνή για πρώτη φορά, να πέφτει ξαφνικά η αυλαία και να ανάβουν τα φώτα. Δεν πρέπει να ζητήσεις τα λεφτά σου πίσω;»

Πληρώσαμε το λογαριασμό και χωριστήκαμε.

Δεν τον συνάντησα ξανά. Στο τελευταίο γράμμα που του έστειλα, μαζί με τις ευχές για γρήγορη ανάρρωση, του έγραφα να δώσει χαιρετισμούς και στην κυρία του. Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αλλά σίγουρα, αν ο θάνατος είναι κάτι περισσότερο από το τίποτα, θα τον ξαναδώ μια μέρα, μαζί με την κυρία Νίκη, σε ένα ακριανό τραπέζι μιας καφετέριας, και θα μου ζητήσει συγγνώμη που άργησε να μου απαντήσει.

(Αυτό το κείμενο γράφτηκε λίγες μέρες μετά το δεύτερο θάνατο του Καμπανέλλη και φιλοξενήθηκε στη σελίδα του naxos filoxenia. Πέρασαν δύο χρόνια από τότε και ακόμα γράμμα δεν έλαβα.)

Πηγή: sanejoker.info

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Κι ήταν που λέτε μια φορά – 1965 

Ανέκδοτα κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Ο άνθρωπος ..

Ο Καβάφης στην Αθήνα, το 2012

Βαρλάμ Σαλάμοφ: Τι είδα και τι κατάλαβα στα Γκουλάγκ

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

4 CommentsΣχολιάστε

  • Χωρίς να έχω διαβάσει κάτι δικό του, ή δικό σας πιο πριν στη ζωή μου, σας ευχαριστώ.
    Δώσατε νόημα στο χρόνο και στην αγάπη και στη ζωή.

  • Συνκινητικό, γλυκό, και γραμμένο με αγάπη. Πανέμορφο.

  • Δεν τολμώ να προσθέσω κάτι. Εκανα login γιά να γράψω ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ γιά τις όμορφες στιγμές που μας περιέγραψες, τυχερέ άνθρωπε που γνώρισες τουλάχιστον έναν Ανθρωπο στη ζωή σου. Μερικοί περνάνε από αυτή τη ζωή και δεν γνωρίζουν ούτε ένα!