Έχουμε δικαίωμα απόκρυψης των πληροφοριών που μας αφορούν;

surrealart_20


Ποιες πληροφορίες που μας αφορούν οφείλουμε να μοιραζόμαστε με τους άλλους; Ποιες πληροφορίες για τον εαυτό μας δικαιολογείται να αποκρύπτουμε από τους άλλους; Έχω το δικαίωμα να κρατήσω μυστικό το όνομά μου ή καλυμμένο το πρόσωπό μου; Τι γίνεται με τη διεύθυνση μου, την ηλικία μου, το εισόδημά μου, το ιατρικό ιστορικό ή το ποινικό μητρώο μου; Έχω το δικαίωμα να κρατήσω μυστικά τα συναισθήματά μου, τη θρησκεία μου, τις πολιτικές πεποιθήσεις μου ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις μου; Τι γίνεται με τα δακτυλικά αποτυπώματα ή το DNA μου; 

surreal-face

Σε μια εποχή επαναστατικών προόδων στην τεχνολογία των πληροφοριών, όταν ο καθένας με έναν απλό υπολογιστή μπορεί να δημιουργήσει βάσεις δεδομένων που δεν ήταν διαθέσιμες ακόμα και σε εξελιγμένες μυστικές υπηρεσίες πριν από είκοσι χρόνια, το γνωστό θέμα σχετικά με τα όρια της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας έχει αποκτήσει νέα σημασία. Αυτές οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις ήταν που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να θεσπίσει την Οδηγία 95/46/ΕΚ, που ρυθμίζει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Στόχος της Οδηγίας ήταν η προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θέσπισαν νόμους σύμφωνους με αυτήν. Αλλά, το γεγονός ότι η επεξεργασία των δεδομένων είναι τώρα ευκολότερη, δεν αλλάζει τη βασική αρχή του ζητήματος: ποιες πληροφορίες σχετικά με τον εαυτό του έχει κάποιος το δικαίωμα να κρατά απόρρητες;

 Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι όλα τα πρόσωπα έχουν ένα γενικό δικαίωμα ελέγχου στις πληροφορίες που τους αφορούν. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η χρησιμοποίηση των πληροφοριών από τρίτους προϋποθέτει, κατ’ αρχήν την συναίνεση του προσώπου. Η συναίνεση δεν είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις. Πληροφορίες μπορούν να ληφθούν και να χρησιμοποιηθούν χωρίς συναίνεση, υπό τον όρο ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Κυρίως, πρέπει να αποδειχθεί ότι η διαθεσιμότητα των πληροφοριών ή η χρήση τους για ένα συγκεκριμένο σκοπό υπηρετεί ένα σημαντικό δημόσιο συμφέρον. Στην τελευταία περίπτωση, το δικαίωμα εκδηλώνεται όχι με τη συναίνεση, αλλά μάλλον με την αξίωση να αποδειχθεί αυτό το δημόσιο συμφέρον. Λειτουργεί έτσι ως prima facie (κατ’ αρχήν) δικαίωμα, το οποίο μπορεί να σταθμιστεί ή να παρακαμφθεί από ανταγωνιστικά συμφέροντα. Μερικές πληροφορίες μπορεί να χρειάζονται μεγαλύτερη ή μικρότερη προστασία. Έτσι, για παράδειγμα, ορισμένα δεδομένα μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα από άλλα. Αλλά αυτό δεν αναιρεί τη βασική θέση ότι έχουμε ένα prima facie δικαίωμα να ελέγχουμε όλες τις πληροφορίες που μας αφορούν. Θα αποκαλέσω αυτό το υποτιθέμενο δικαίωμα ως «γενικό δικαίωμα του απορρήτου».

tumblr_mjxxczudH01rzam7vo1_500Το «γενικό δικαίωμα του απορρήτου» στηρίζεται σε μια προσέγγιση βαθιά προβληματική.  Θα υποστηρίξω ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί απλώς ως prima facie, ένα γενικό δικαίωμα του απορρήτου, διευρύνει την ιδιωτική ζωή πέραν πάσης εύλογης κοινωνικότητας παρερμηνεύοντας ουσιαστικά τη θέση του ανθρώπου στην κοινωνία. Για το σκοπό αυτό, θα σκιαγραφήσω μια εναλλακτική αντίληψη της κοινωνικότητας, η οποία παραμένει βασικά φιλελεύθερη, ενώ συγχρόνως τονίζει τη σημασία της ανταλλαγής πληροφοριών. Το απόρρητο έχει ένα σημαντικό, αν και οριοθετημένο, ρόλο σε αυτήν την αντίληψη, την οποία ονομάζω  φιλελεύθερη κοινωνικότητα.

Φιλελεύθερη κοινωνικότητα

Η διερεύνηση του εάν υπάρχει ένα γενικό δικαίωμα του απορρήτου θα βασιστεί αναγκαία στην κατανόηση της κοινωνικής συνεργασίας και τη θέση των προσώπων σε μια κοινωνία. Μας οδηγεί, επομένως, στα βασικά στοιχεία της πολιτικής φιλοσοφίας, στα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το τι είναι μια πολιτική κοινωνία και τι είδους ένωση απαιτεί από τα μέλη της.

Στα Πολιτικά, ο Αριστοτέλης ασκώντας κριτική στη συλλογικότητα του Πλάτωνα, μας καλεί να σκεφτούμε ποια πράγματα είναι κοινά σε μια πολιτική κοινωνία. Το ενδεχόμενο να μην υπάρχει τίποτα το κοινό αποκλείεται a priori, διότι διαφορετικά δεν υπάρχει καθόλου κοινότητα. Είναι σωστό λοιπόν να σκεφτούμε, όπως έκανε ο Πλάτωνας, ότι όσο περισσότερα πράγματα είναι κοινά (γυναίκες, παιδιά, περιουσία), τόσο πληρέστερη, τόσο πιο ενωμένη είναι η πολιτική κοινωνία; Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η άποψη αυτή δεν συλλαμβάνει το είδος της ενότητας που μια πολιτική κοινότητα επιδιώκει. Αντί να εντοπίζει τα ιδιαίτερα κοινά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτική κοινότητα, προσπαθεί να προσδώσει σε αυτήν την ενότητα μιας οικογένειας ή, αν είναι δυνατόν, ενός μόνο ανθρώπου. Ωστόσο, η πολιτική κοινωνία δεν είναι μια τεράστια οικογένεια ή ένας υπεράνθρωπος. Αντιθέτως, είναι μια ενότητα εντελώς διαφορετικής φύσεως από αυτή των ειδικότερων ενώσεων και των μεμονωμένων ανθρώπων, από τους οποίους αποτελείται. Ως εκ τούτου, τα κοινά στοιχεία μιας πολιτικής κοινωνίας πρέπει να εντοπισθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους διαφορετικούς σκοπούς της πολιτικής οργάνωσης.


tumblr_mkaeq4Rgdf1qimlfwo1_1280

Οι σύγχρονες κοινωνίες, ασφαλώς, δεν αποτελούν μια οργανική ενότητα, όπως την αντιλαμβανόταν ο Πλάτων ή ακόμη και ο Αριστοτέλης. Δεν καλούνται να συλλάβουν την ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από την συλλογική κοινή δράση, αλλά μάλλον να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη του ευ ζην από τα μέλη της. Σε αντίθεση με την κλασική παράδοση, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν τα άτομα ως αφετηρία τους. Αλλά τα άτομα μοιράζονται πράγματα στην κοινωνία. Θα ήταν μάλλον παράδοξο να σκεφτεί κανείς ότι, μόνο και μόνο επειδή τα άτομα είναι το σημείο αφετηρίας των κοινωνιών, όσο λιγότερα μοιράζονται τόσο καλύτερη γίνεται η κοινωνία. Θα ήταν επίσης παράδοξο για μια κοινωνία να επιδιώκει την απομόνωση των μελών της. Αν, όπως λέει ο Αριστοτέλης, το να μοιραζόμαστε τα πάντα είναι μια καταστροφική αρχή για την πόλη, το να μη μοιραζόμαστε τίποτα είναι προφανώς εξίσου καταστροφικό. Στην πρώτη περίπτωση, αντί μιας πολιτικής κοινότητας οραματιζόμαστε μια οικογένεια ή έναν υπεράνθρωπο, στη δεύτερη περίπτωση μια ομάδα Ροβινσώνων Κρούσων. Αν ισχύει ότι το ευ ζην κάθε ανθρώπου δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη συλλογική δράση, εξίσου ισχύει ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί με την απομόνωση του.

Η αναγνώριση των ανθρώπων ως ηθικών υποκειμένων, τα οποία δεν απορροφώνται από τη συλλογική οντότητα, αλλά συγχρόνως συμμετέχουν σε μια πολιτική ένωση αποτελεί τη βασική οργανωτική αρχή της φιλελεύθερης κοινωνίας. Μπορούμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα κοινωνικών σχέσεων. Τα δύο είναι αμέσως διακριτά. Αφ’ ενός η κοινωνική συνεργασία στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που στοχεύουν στο αμοιβαίο όφελος και αφετέρου η κοινωνικότητα που στοχεύει στην πραγμάτωση του ευ ζην του κάθε ανθρώπου. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις δραστηριότητες σε δημόσιο χώρο, όπως τις οικονομικές συναλλαγές. Σε αυτήν την κατηγορία προέχει το στοιχείο της αμοιβαίας συνεργασίας και το στοιχείο της επιλογής ή της συναίνεσης κάθε ατόμου υποβαθμίζεται-έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Η δεύτερη περιλαμβάνει τις πιο στενές σχέσεις με ορισμένους ανθρώπους και αποτελεί την κατηγορία όπου κυρίαρχο είναι το στοιχείο της προσωπικής επιλογής. Η συμμετοχή στις κοινωνικές σχέσεις με στόχο το προσωπικό καλό, καθώς και το ακριβές περιεχόμενο αυτών, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επιλογή ή συναίνεση των ατόμων. Αντίθετα το ίδιο δεν ισχύει με τις περισσότερες κοινωνικές σχέσεις που αποσκοπούν στην καθημερινή συνεργασία προς αμοιβαίο όφελος. Μερικές είναι με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε καν, άλλες είναι λιγότερο ή περισσότερο συναινετικές. Δεν ξέρω για παράδειγμα, τον οδηγό του λεωφορείου ή το πρόσωπο που κάθεται δίπλα μου στο λεωφορείο, αλλά μπορώ να επιλέξω αυτόν από τον οποίο θα αγοράσω τον καφέ μου. Αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις όπου το συναινετικό στοιχείο είναι πιο σημαντικό, η φύση και το περιεχόμενο των εν λόγω σχέσεων βασίζεται σε μια προϋπάρχουσα μήτρα κανόνων και κοινών προσδοκιών.

Όμως, η κοινωνικότητα των ανθρώπων δεν εξαντλείται στις σχέσεις που αποσκοπούν στη συνεργασία για αμοιβαίο όφελος. Ο Rawls επιμένει ότι «[…] η κοινωνικότητα των ανθρώπων δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή με ένα τετριμμένο τρόπο.», ότι δηλαδή δεν υπαγορεύεται αποκλειστικά από την ανάγκη και δεν εξαντλείται στο αμοιβαίο όφελος.Υπάρχει κάτι παραπάνω σε μία πολιτική κοινότητα, αυτό ακριβώς που συνιστά το τρίτο επίπεδο κοινωνικών σχέσεων. Σε μια πολιτική κοινότητα οι άνθρωποι μοιράζονται ένα κοινό σκοπό, συμμετέχουν στη διαμόρφωση θεσμών που πραγματώνουν κανόνες δικαιοσύνης. Υπάρχει δηλαδή ένα συλλογικό ιδεώδες, στο οποίο όλοι συμμετέχουμε και αντιπροσωπεύει όλα τα μέλη της πολιτικής κοινότητας. Ο Dworkin το παρομοιάζει με μια ορχήστρα. Μια ορχήστρα βασίζεται, προφανώς, στη συμβολή των μεμονωμένων μουσικών, αλλά η απόδοσή της έχει μια δική της οντότητα που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα της επιδεξιότητας των μελών της. Οι καλύτεροι μουσικοί στον κόσμο δεν θα αποτελούσαν μια ορχήστρα από μόνο το γεγονός ότι είναι μαζί στη σκηνή. Θα πρέπει να στοχεύουν σε μια συλλογική επιχείρηση και να ακολουθούν τους κανόνες που το καθιστούν δυνατό. “Είναι η ορχήστρα αυτή που πετυχαίνει ή αποτυγχάνει», λέει ο Dworkin, αν και […] “η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της κοινότητας είναι η επιτυχία ή η αποτυχία του καθενός από τα μέλη της”.

Σε μια πολιτική κοινότητα υπάρχει, λοιπόν, ένα επίπεδο ένωσης όλων των πολιτών που δεν είναι ούτε επιφανειακό ούτε εργαλειακό. Περιλαμβάνει τη συμμετοχή στο σχηματισμό της κυβέρνησης, καθώς και τις επίσημες πράξεις της εξουσίας μέσω των νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών θεσμών της. Οι πράξεις αυτές αποτελούν την κοινοτική ζωή της πολιτικής κοινότητας ακριβώς όπως η μουσική αποτελεί την κοινοτική ζωή μιας ορχήστρας..

Igor-Morski3

Για τους σκοπούς της παρούσας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η συμμετοχή μας σε μια πολιτική κοινότητα είναι κατ ‘αρχήν ανεξάρτητη από την πραγματική συναίνεση ή την επιλογή των ατόμων. Οι κανόνες που διέπουν τους δημόσιους θεσμούς αντανακλούν είτε τις γενικές ηθικές αρχές της πολιτικής ένωσης είτε τις συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τις αρχές αυτές. Δεν είναι διαμορφωμένοι, όμως, για να εκφράζουν την ατομική προτίμηση του καθενός.
Έχοντας διαγράψει διαφορετικούς τομείς της κοινωνικότητας, τώρα θέλω να κάνω κάποιες προτάσεις σχετικά με τους κανόνες που ρυθμίζουν την ανταλλαγή των πληροφοριών σε κάθε τομέα. Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει κανένας λόγος για να κρατήσουμε μυστική οποιαδήποτε πληροφορία σχετίζεται με τη συμμετοχή μας στον γενικό σκοπό της κοινωνιάς, δηλαδή σε αυτό που αποκάλεσα πριν τρίτο επίπεδο κοινωνικών σχέσεων. Αυτό θα ήταν σαν να σκεφτόμαστε ότι μια ορχήστρα μπορεί να λειτουργήσει εάν ο βιολιστής αρνείται να αποκαλύψει τις μουσικές του ικανότητες. Ομοίως, η κοινωνική συνεργασία για αμοιβαίο όφελος, το πρώτο επίπεδο, απαιτεί την κοινή χρήση των αναγκαίων πληροφοριών χωρίς αυτή να εξαρτάται από τη συναίνεσή μας. Δεν μπορεί να επιτευχθεί κοινωνική συνεργασία αν η διαθεσιμότητα των πληροφοριών εξαρτάται από την συναίνεση του καθενός.  Οι  δεξιότητες και η εκπαίδευσή μας δεν μπορούν να μείνουν απόρρητες σε μια αγορά εργασίας. Το όνομα και η διεύθυνση μας δεν μπορούν να κρατηθούν απόρρητα, αν στείλουμε κάποιο γράμμα ταχυδρομικά. Ή για να επιστρέψω σε ένα από τα προηγούμενα παραδείγματα μου, θέλω να ξέρω αν ο οδηγός του λεωφορείου έχει την κατάλληλη άδεια οδήγησης ή αν το πρόσωπο που κάθεται δίπλα μου είναι άρρωστος. Το συμπέρασμα είναι ότι στη πολιτική συμμετοχή και τη συμεργασία για αμοιβαίο όφελος η αξίωση για απόρρητο φαίνεται, κατ’ αρχήν, να αντιστρατεύεται την ίδια την ουσία της κοινωνικότητας.

Αλλά, όπως επισημάνθηκε, η συλλογική επίτευξη της δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνεργασίας για αμοιβαίο όφελος δεν περιλαμβάνει και δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ανθρώπινης ζωής. Στη θεωρία της φιλελεύθερης κοινωνικότητας υπάρχει χώρος – και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο επίπεδο όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι η προσωπική επιλογή- για κάθε άνθρωπο να επιδιώξει το προσωπικό του καλό, κρατώντας κάποια απόσταση από τους άλλους, εκτός βεβαίως από εκείνους με τους οποίους έχει επιλέξει να μοιραστεί την επιδίωξή του. Αν οι πληροφορίες που αφορούν τέτοιους σκοπούς δεν είναι απόρρητες, τότε οι προσωπικές επιλογές του καθενός βρίσκονται συνεχώς υπό το βλέμμα και τα σχόλια όλων με αποτέλεσμα να χάνεται ή να δυσκολεύει η ελευθερία του καθενός να διαμορφώνει το ευ ζην του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ασφαλώς οι ερωτικές σχέσεις και προτιμήσεις.

Ενάντια στο γενικό δικαίωμα του απορρήτου

Ποια είναι τα γενικά διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από αυτή τη σύντομη εξερεύνηση της ιδέας της φιλελεύθερης κοινωνικότητας; Γιατί είναι λανθασμένη η έννοια του γενικού δικαιώματος του απορρήτου; Αν (όπως έχω προσπαθήσει να αποδείξω) η κοινωνική συνεργασία δεν είναι πάντα και σε όλα τα επίπεδα προαιρετική και -κατά συνέπεια- εάν απαιτεί την ανταλλαγή πληροφοριών, τότε δεν μπορεί κανείς να ξεκινήσει με ένα δικαίωμα γενικό δικαίωμα απορρήτου που περιλαμβάνει όλα τα προσωπικά δεδομένα. Τι εικόνα της κοινωνίας έχουμε κατά νου, τι είδους κοινωνική συνεργασία, όταν θεωρούμε ότι κάθε μέλος της είναι κάτοχος όλων των πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπό του, το όνομά του, τη διεύθυνσή του, τις δεξιότητές του, το εισόδημά του, τις απόψεις του κλπ. και κατά περίσταση αναγκάζεται να τις αποκαλύψει; Πρόκειται για μια πολύ φτωχή ιδέα της κοινωνίας και της κοινωνικής συνεργασίας.

Αυτήν ακριβώς την φτωχή ιδέα της κοινωνίας φαίνεται να ασπάζονται οι νόμοι προστασίας δεδομένων δημιουργώντας ένα γενικό δικαίωμα απορρήτου που περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που αφορούν ένα πρόσωπο. Σε ορισμένες χώρες αυτό έχει οδηγήσει σε απίστευτες αξιώσεις και απίθανες αποφάσεις από τις αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η συλλογή δεδομένων, όπως ονομάτων, αριθμών τηλεφώνου και διευθύνσεις των φίλων ενός πολιτικού κόμματος κρίθηκε παράνομη, επειδή δεν ζητήθηκε άδεια για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών. Κρατικοί υπάλληλοι έχουν ισχυριστεί ότι οι μισθοί τους θα πρέπει να είναι απόρρητοι, μαθητές ότι οι βαθμοί στο γυμνάσιο ή το πανεπιστήμιο δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται, ακόμη και οι οδηγοί, οι οποίοι έχουν παραβιάσει τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, έχουν ισχυριστεί ότι απαγορεύεται να φωτογραφίζονται οι πινακίδες των αυτοκινήτων τους. Τέτοιες αποφάσεις ή απαιτήσεις αντανακλούν μια αντίληψη ακραίου ατομικισμού που ανάγει σε κοινωνικό ιδεώδες τη συνολική ασφυξία ροής των πληροφοριών και υπονομέυει την ίδια τη κοινωνική συνεργασία.

Αναφέρω αυτά τα παραδείγματα για να τονίσω μια συγκεκριμένη τάση. Όμως, αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι οι μεμονωμένες περιπτώσεις ή αποφάσεις. Η ανταλλαγή πληροφοριών είναι ένα αναπόφευκτο και απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικότητας και, πράγματι, ένα συστατικό στοιχείο της συλλογικής επίτευξης της δικαιοσύνης και της συνεργασίας προς αμοιβαίο όφελος. Δεν ανταποκρινόμαστε σε αυτό το χαρακτηριστικό, αν δομούμε την ηθική και νομική συζήτησή μας με τρόπο που να δημιουργεί χώρο για ένα γενικό ατομικό συμφέρον στο να μην φαινόμαστε, που ανταγωνίζεται το κοινωνικό συμφέρον του να είμαστε διαφανείς. Πολύ απλά, δεν υπάρχει τέτοιο ατομικό συμφέρον. Έτσι, αν μη τι άλλο, θα πρέπει να είναι το άτομο αυτό που φέρει το βάρος απόδείξης ότι το απόρρητο των πληροφοριών είναι απαραίτητο για το προσωπικό του καλό και/ή είναι συμβατό με μια ουσιαστική κοινωνικότητα. Αντίθετα στην επιδίωξη του προσωπικού ευ ζην ο καθένας έχει συμφέρον να μην φαίνεται από όλους τους άλλους και το συμφέρον αυτό υπερισχύει κάθε ενδιαφέροντος των άλλων να τον βλέπουν, τα στοιχεία που συνδέονται με αυτήν ο καθένας έχει δικαίωμα να τα κρατεί απόρρητα.

Με βάση τα παραπάνω αξίζει να δούμε ποια προστασία θα δίναμε στα λεγόμενα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, την κατάσταση υγείας, τη σεξουαλική ζωή, τα ποινικά μητρώα. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και η σεξουαλική ζωή στοχεύουν στο προσωπικό καλό και πρέπει να απολαμβάνουν ειδικής προστασίας. Ωστόσο, δεν είναι εξίσου προφανές σε ποιο επίπεδο τα πολιτικά φρονήματα, η συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση ή το ποινικό μητρώο θα πρέπει να τυγχάνουν ειδικής προστασίας. Τέτοια δεδομένα φαίνεται να σχετίζονται με την κοινωνική ζωή στην οποία ο καθένας συμμετέχει. Αν αυτό είναι αλήθεια, το τεκμήριο είναι υπέρ της παροχής αυτών των πληροφοριών στον καθέναν και όχι της απόκρυψης τους.

Μπορούν άραγε κάποια από αυτά να προστατευθούν αν απορρίψουμε ένα γενικό ατομικό δικαίωμα απορρήτου; Κατ’ αρχάς, θέλω να τονίσω ότι η κοινωνική συνεργασία για αμοιβαίο όφελος υπαγορεύει μόνο την ανταλλαγή πληροφοριών για ορισμένους σκοπούς. Ως εκ τούτου, ό, τι αρμόζει σε ένα πλαίσιο, μπορεί να μην είναι κατάλληλο για κάποιο άλλο. Πολλές κατηγορίες ευαίσθητων δεδομένων αφορούν στοιχεία που γνωστοποιούνται με κατάλληλο τρόπο σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά μπορεί να κρατούνται απόρρητα σε άλλες. Δεύτερον, και ίσως πιο σημαντικό, συχνά η βάση για την ειδική προστασία των ευαίσθητων δεδομένων βρίσκεται σε σκέψεις που δεν μπορούν να υπαχθούν σε μια ενιαία αρχή και εν πάση περιπτώσει, λίγη σχέση έχουν με την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Έτσι, για παράδειγμα, η μυστική ψηφοφορία προωθεί τη γνήσια δημοκρατική συμμετοχή. Στηρίζεται στη σκέψη ότι η πολιτική διαδικασία είναι πιθανό να στρεβλωθεί, αν η πληροφορία αυτή δεν είναι απόρρητη. Το ίδιο ισχύει με το απόρρητο της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Σε αυτά τα παραδείγματα, η προστασία του απορρήτου δικαιολογείται από τον τρόπο που μια πληροφορία είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί, αν αποκαλυφθεί και τις ανεπιθύμητες συνέπειες που μπορεί να έχει. Αλλά δεν δικαιολογείται από την επίκληση κάποιου γενικού ατομικού δικαιώματος απορρήτου. Το αντίθετο ισχύει στην περίπτωση των σεξουαλικών προτιμήσεων. Η απόκρυψη των σχετικών δεδομένων είναι πράγματι ζήτημα δικαιώματος σε μια δίκαιη κοινωνία.

Συμπέρασμα

Έχω υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει γενικό ατομικό συμφέρον να ελέγχονται οι πληροφορίες σχετικά με ένα άτομο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορρίψουμε την ιδέα ενός συνολικού δικαιώματος του απορρήτου, ακόμα και αν το δικαίωμα αυτό θεωρείται ότι είναι απλώς prima facie. Αντίθετα, η φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να αποδεχθεί την ανθρώπινη κοινωνικότητα, τονίζοντας ωστόσο ότι η πολιτική κοινότητα δεν περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής. Ο ισχυρισμός μου έχει καταλήξει στην εξής απλή αρχή: Στο γενικό σχήμα κοινωνικής αλληλεπίδρασης, το οποίο περιλαμβάνει τη συλλογική επίτευξη της δικαιοσύνης, την κοινωνική συνεργασία για αμοιβαίο όφελος, και την επιδίωξη του προσωπικού καλού, μόνο σε σχέση με το τελευταίο μπορούμε να μιλάμε για δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Ένα κράτος μπορεί να επιλέξει να περιορίσει την κοινή χρήση άλλων δεδομένων εάν τα θεωρεί λειτουργικά για την προστασία ορισμένων κοινωνικών αξιών. Αλλά αυτή η επιλογή δεν είναι ένα θέμα κάποιου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Η αιτιολόγησή της βασίζεται στη σχέση της με άλλες κοινωνικές αξίες ή δικαιώματα. Το δικαίωμα να κρατά κανείς πληροφορίες απόρρητες σχετικά με τον εαυτό του περιορίζεται σε πληροφορίες που αφορούν αυστηρά την επιδίωξη του προσωπικού καλού του.

Ομιλία στο Συνέδριο “4ο Πανελλήνιο Συνέδριο e-Θέμις και ΠΑ.ΜΑΚ για το Δίκαιο Πληροφορικής – LegalTech & Data Protection”

  Θεσσαλονίκη 23 Μαρτίου 2013

  Πηγήtsakyrakis.wordpress.com

Αντικλείδι , http://www.antikleidi.com

Συναφές: 

Προσεγγίζοντας το σωστό – Μια ξενάγηση στον ηθικό, πολιτικό στοχασμό 

Η ψυχολογία της μάζας και η πολιτική της προέκταση. 

Είμαστε πολύ κουρασμένοι για να σκεφτόμαστε ορθολογικά; 

Το κοινωνικό πείραμα του Antanas Mockus ή η φαντασία στην εξουσία

Πώς υπεκφεύγουν από τις ερωτήσεις οι πολιτικοί

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -