Νεκυιομαντεία του Πεζοδρομίου

 
         Φανταστική ιστορία αναγνώστη του blog
Ήταν ένα μάλλον ψυχρό απόγευμα, λίγες ώρες πριν τη δύση του Ηλίου, και αυτός μόλις είχε καλυφθεί από ένα διερχόμενο στρώμα συννέφων, που, απ’ ότι όλα έδειχναν, θα γινόταν όλο και πιο πυκνό μέσα στα επόμενα λεπτά. Μία μετεωρολογική λεπτομέρεια που θα πέρασε απαρατήρητη από όλους, όχι όμως και από τον οξυδερκή μας ήρωα που ατένιζε για τελευταία φορά τον ουρανό από το ανεμοδαρμένο περβάζι του ενάτου ορόφου ενός χλιδάτου, νεοανεγερθέντος ξενοδοχείου.


Αντίθετα, έμενε αποσβολωμένος, αναλογιζόμενος την ατυχία του. Είχε χρειαστεί τρεις ώρες για να καταφέρει να ανοίξει το μοναδικό κοινόχρηστο παράθυρο του ορόφου χωρίς να γίνει αντιληπτός, και άλλα δέκα λεπτά, ακροβατώντας ανάμεσα σε κουτσουλιές σπουργιτιών και μεταμοντέρνα διακοσμητικά ακροκέραμα, μέχρι να φτάσει στο ιδανικό σημείο από όπου θα βουτούσε στον αρμοστό του θάνατο. Και τώρα, την κρισιμότερη στιγμή της επιθανάτιας ειδυλιακότητας, τώρα βρήκε να’ χει συννεφιά. Ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι έκανε κρύο και ότι τα σπουργίτια του δεκάτου ορόφου μόλις είχαν φάει και δεν θα σέβονταν για πολύ τη σοβαρή του ιεροτελεστία. Η πρώτη κουτσουλιά έσκασε στο περβάζι λίγο πιο δεξιά από τα πόδια του, και είχε σχεδόν αποφασίσει να αναβάλει την όλη επιχείρηση, όταν έπιασε με την άκρη του ματιού του ανθρώπους να δείχνουν προς το μέρος του. Ήταν πια πολύ αργά για να κάνει πίσω. Σε μία τέτοια περίπτωση, μέχρι να προλάβει να ακροβατήσει πίσω στο ανοιχτό παράθυρο, το ξενοδοχείο θα είχε κατακλυστεί από αστυνομικούς, πυροσβέστες και δημοσιογράφους. Αυτοί θα τον παρέδιδαν στο έλεος των ψυχολόγων, που θα εκμαίευαν με σατανικούς τρόπους όλες τις μυστικές λεπτομέρειες της προσωπικότητάς του. Σε έναν κόσμο που σταδιακά ανατίναζε τον εαυτό του σε μικρά ρυπαρά κομματάκια, η απόπειρα ενός ανθρώπου να αυτοκτονήσει φάνταζε ως η μεγαλύτερη ασέβεια προς τα ιδεώδη του κοινωνικού συνόλου. Θα έκαναν τις μεγαλύτερες προσπάθειες για να τον πείσουν ότι η ζωή αξίζει τον κόπο, και στο τέλος πιθανότατα θα τα κατάφερναν. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερός του φόβος, και για αυτό έπρεπε να τελειώνει με αυτή την ιστορία αμέσως, προτού τα πράγματα γίνουν πιο περίπλοκα.

   Άρχισε να τουρτουρίζει. Είχε σίγουρα υποτιμήσει την ελάττωση της θερμοκρασίας σε σχέση με το ύψος, και τώρα μετάνιωνε που δεν είχε φορέσει κάτι τις παραπάνω. Φανταζόταν πως το ψύχος θα επιδρούσε σαν ένα διακριτικό διεγερτικό, μια τονωτική αύρα που θα απομάκρυνε τις νωθρές σκέψεις και τις νωχελικές πράξεις. Αντιθέτως, τα δάχτυλά του και η άκρη της μύτης του παρουσίαζαν ένα μούδιασμα που δεν είχε τίποτα το δραστήριο. Το μόνο που ήθελε ήταν λίγη ηλιοφάνεια, μια πενιχρή ευλογία από τον σπλαχνικό Ήλιο που θα εγκατέλειπε στη μοίρα των ανθρώπων, και όλα θα αποκτούσαν πάλι μία ατμόσφαιρα ευπρέπειας. Τα σύννεφα όμως πύκνωναν και η άκρη τους δεν ήταν ορατή στο βάθος του ορίζοντα.

   Κοίταξε κάτω, προς το πέτρινο πεζοδρόμιο με το οποίο, αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, σύντομα θα αποκτούσε μία μακάβρια οικειότητα, το φροντισμένο παρκάκι απέναντι, που θα του προσέφερε την τελευταία φευγαλέα εικόνα του φυσικού κόσμου, και την μικρή ομήγυρη των θεατών του, που, καθώς παρατηρούσε τώρα, δεν ήταν παρά δυο-τρία διασκορπισμένα άτομα. Λίγα, σκέφτηκε. Ίσως οριακά λίγα. Τόσο λίγα ώστε να ενέχεται η πιθανότητα να μην έχει καλέσει κανείς τους ακόμα τις αρμόδιες αρχές. Να μια ενδιαφέρουσα σκέψη. Δεν θα ‘πρεπε να παραβλέπεται δε και το ενδεχόμενο να μην έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα τις προθέσεις του. Πράγματι, δεν θα ήταν απίθανο η παρουσία του στο περβάζι να παρερμηνευόταν σε κάποια πλαίσια καθαρισμού ή συντήρησης του κτιρίου, στην οποία περίπτωση η φαινομενική προσήλωση των θεατών θα είχε απλά το χαρακτήρα της αργόσχολης περιέργειας. Μπορεί και να μην κοίταζαν καν αυτόν. Δεν θα ‘ταν εντελώς απίθανο να υπήρχε κάποιο άλλο, πιο χτυπητό θέαμα, του οποίου το οπτικό πεδίο μοιραζόταν. Ίσως κάποια έξυπνη διαφήμιση, ή κάποια ευτράπελη σκηνή, ορατή από ένα ανοιχτό παράθυρο του ξενοδοχείου, λίγο πιο κάτω από αυτόν. Αυτές, βέβαια, δεν ήταν παρά μόνο υποθέσεις, αλλά ήταν αρκετές για να του φυτέψουν το σπόρο της αμφιβολίας. Ίσως η φυγή να ήταν ακόμα δυνατή. Ίσως θα μπορούσε ακόμα να επανεισέλθει στο ξενοδοχείο απαρατήρητος και να φύγει από αυτό σαν κύριος, κουβαλώντας μαζί του την πολύτιμη εμπειρία που αποκόμισε από την πρώτη του απόπειρα, και να επιστρέψει κάποια άλλη μέρα ως βετεράνος. Ή και να μην επιστρέψει καθόλου. Να μια άλλη ενδιαφέρουσα σκέψη. Μέχρι στιγμής, όλα τα στοιχεία της φύσης και της τύχης ήταν εναντίον του. Ήταν άραγε αυτό καθαρά συμπτωματικό; Ή μήπως επρόκειτο για έναν οιωνό από κάποια ανώτερη δύναμη ή και από τις ίδιες τις δικές του αδρανείς ψυχικές δυνάμεις που αντιτίθεντο στο επικείμενο σφάλμα; Ο κόσμος ήταν ένα χαοτικό αυτοκαταστρεφόμενο σύμπλεγμα, στο οποίο η θέση του ήταν αμελητέα και σε μεγάλο βαθμό αγνοημένη. Θα ήταν, όμως, η κατάσταση πάντα έτσι; Ίσως οι δυνάμεις της ιστορίας να του επεφύλασσαν κάποιο μελλοντικό μυστικό πεπρωμένο. Μπορεί και ο ίδιος να είχε επιλέξει αυτό το πεπρωμένο προτού γεννηθεί σ’ αυτό το κόσμο, ξεχνώντας το κατά την εμβρυακή ηλικία. Σ’ αυτή τη περίπτωση τι δικαίωμα είχε αυτός, ένας αδαής θνητός, κρίνοντας με εφήμερες γνώσεις, να απομακρύνει την ψυχή του από τον ρου της ιστορίας; Αποφάσισε ότι θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί, κατά προτίμηση στη ζεστασιά και ασφάλεια του σπιτιού του.

   Ναι, αυτό θα έκανε, και με αυτή τη σκέψη ο αέρας απέκτησε επιτέλους το διεγερτικό χαρακτήρα που πρόσμενε. Ναι, ήταν ζωντανός και θα παρέμενε έτσι για τουλάχιστον λίγο καιρό ακόμα. Και η ζωή στο χείλος του θανάτου αποδεικνυόταν η πλουσιότερη και συναρπαστικότερη από όσες υπάρξεις ή ανυπαρξίες είχε έως τότε φανταστεί. Επανενεργοποίησε τα ναρκωμένα του πόδια και έκανε τα πρώτα του χαρωπά βήματα, πίσω προς το παράθυρο από όπου είχε βγει, με ένα παγωμένο, αδιόρατο χαμόγελο να υπονοεί το νέο επίπεδο αυτογνωσίας στο οποίο εισερχόταν. Και τότε γλίστρησε σε μία νωπή κουτσουλιά, και με ένα πνιχτό ουρλιαχτό, βρέθηκε να πέφτει στο κενό.

 

   Η πτώση ήταν σύντομη και άτεχνη, η δε πρόσκρουση στερείτο τη χάρη ενός επαγγελματία. Υπήρξε μικρότερη αιματοχυσία από ότι θα περίμενε κανείς, και αυτή κυρίως στα κάτω άκρα και τη λεκάνη, που χτύπησαν πρώτα το πεζοδρόμιο. Γενικά, το πτώμα του μεταμελημένου αυτόχειρα παρουσίαζε μικρό εικαστικό ενδιαφέρον, κάτι που ο ίδιος αναλογιζόταν με στενοχώρια, προτού συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν έξω από το σώμα του, αιωρούμενος λίγα εκατοστά πάνω από το πεζοδρόμιο.


   Ξαφνιασμένος, και σίγουρος ότι κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν θα τον άκουγε, είπε «Ποιός θα το περίμενε; Όλες οι φτηνιάρικες, τυποποιημένες ιστορίες παραψυχολογίας είχαν δίκιο!» «Ναι, η εμπειρία είναι πλέον μάλλον τετριμμένη» του απάντησε μια φωνή από πίσω του, και αυτός γύρισε, ακόμα πιο ξαφνιασμένος, για να αντικρίσει μια ασπριδερή φιγούρα που αιωρήτο στην άκρη του πεζοδρομίου. Στην αρχή σάστισε λίγο, αλλά μετά κατάφερε να ρωτήσει τρομαγμένος «Ει…είσαι άγγελος;» Η φιγούρα χαμογέλασε και απάντησε «Ναι, είναι μια τρομερή σύμπτωση, αλλά το όνομά μου είναι Άγγελος. Και ξέρεις σε τι μπελάδες με έχει βάλει εδώ στο υπερπέραν; Συνέχεια με βάζουν να εκτελώ παραγγελίες. Εσένα πως σε λένε;» «Πέτρο». Ο Άγγελος ξέσπασε σε γέλια. «Αυτό παραείναι καλό! Έχεις μήπως κλειδιά πάνω σου; Τι λέω, σίγουρα θα ‘χεις. Θα κάνουμε πλάκες στους καινούργιους. Ιδίως στους καθολικούς! Θα σου ζητάνε όλοι να τους μπάσεις στο παράδεισο!» Ο Πέτρος τον κοίταξε με δυσπιστία. Τελικά του είπε «Δεν πήρα κλειδιά μαζί μου. Ήμουν αρκετά σίγουρος ότι δεν θα τα χρειαζόμουν εκεί που θα πήγαινα». «Κρίμα, θα ‘χε πλάκα πάντως». Εξακολούθησε να κοιτάζει τον Άγγελο με δυσπιστία, και αποφάσισε να επαναδιατυπώσει την προηγούμενή του ερώτηση. «Ποιός είσαι και τι κάνεις εδώ;» Ο Άγγελος, που προφανώς έβρισκε τα πάντα αστεία, του απάντησε εύθυμα. «Στοιχειώνω το πεζοδρόμιο. Είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης, αν και συχνά αναγκάζομαι να κάνω διαλείμματα για να εκτελώ παραγγελίες, όπως είπα και πριν. Παρεμπιπτόντως, το πέσιμό σου ήταν απαίσιο. Άκουσα κάποιους θεατές να το βαθμολογούνε με τρία. Ενώ για μένα, ο κόσμος έχει ακόμα να λέει ότι ήμουν κομψός μέχρι και το τέλος». «Και εσύ αυτοκτόνησες;!» «Όχι ακριβώς. Ήμουν σε ένα ταράτσα-πάρτι και… αλλά ας μην μπω σε λεπτομέρειες».

   Σε αυτή τη φάση η συζήτηση είχε γίνει υπερβολικά περίεργη για τον Πέτρο. Ο θάνατος ήταν κάτι το αναμενόμενο, η μεταθανάτια ζωή κάτι το ευχεταίο. Ένα φλύαρο, ιλαρό στοιχειό, όμως, ήταν κάτι για το οποίο αυτός ήταν εντελώς απροετοίμαστος. Οπότε, χαμογέλασε ευγενικά, και άρχισε να μετακινείται διακριτικά κατά μήκος του πεζοδρομίου. Δεν είχε κάνει ακόμα ούτε πέντε βήματα όταν ο Άγγελος, που μέχρι τότε χαμογελούσε καλοσυνάτα, ξαφνικά φώναξε πανικόβλητα «πρόσεξε!», κάνοντας τον Πέτρο να αναπηδήσει από το φόβο του. Κοίταξε περίτρομος προς όλες τις κατευθύνσεις, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πιο επίφοβο από το γνώριμό του πεζοδρόμιο και την παρακείμενη κίνηση των ζωντανών, όλα διακατεχόμενα από κάποια ανεπαίσθητα αυξανόμενη θολούρα. Κοίταξε γεμάτος απορία τον Άγγελο, και αυτός του έδειχνε νευρικά με το δάχτυλο κάτι που ο ίδιος δεν μπορούσε να δει, στον κενό χώρο πίσω του. Είπε «παραλίγο να σκοντάψεις στο δίκτυο», με μία ανακούφιση που προφανώς οφειλόταν στο στοιχείο του ‘παραλίγο’. Τότε θυμήθηκε κάτι και προσέθεσε «Α, μα φυσικά δεν μπορείς να το δεις ακόμα. Δεν έχει συνηθίσει η όρασή σου σ’ αυτό το περιβάλλον. Μην ανησυχείς όμως, σε λίγο καιρό θα μπορείς να περιφέρεσαι ακίνδυνα ανάμεσα στα εμπόδια». Ο Πέτρος, που άρχιζε να συνηθίζει στο γεγονός ότι δεν καταλάβαινε τίποτα, θεώρησε φρόνιμο να πληροφορηθεί από τον Άγγελο για το ‘δίκτυο’ και οτιδήποτε άλλο μπορεί να σχετιζόταν με τη μεταθανάτια υγεία του. Αυτός προσέλαβε το ύφος τουριστικού οδηγού και άρχισε να εξηγεί.

   «Το δίκτυο, ή Άδη-δίκτυο, όπως συχνά το αποκαλούμε χαριτολογώντας, είναι ένας ψυχικός δίαυλος μετάδοσης πληροφοριών που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, καθώς και έξω από αυτόν. Η μετάδοση είναι ακαριαία, ενώ η εκπομπή και η λήψη μπορούν να γίνονται από οντότητες ή συστήματα οντοτήτων είτε εν ζωή, είτε σε άλλα υπαρξιακά επίπεδα». Ο Πέτρος δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει «Τι μεγαλείο που είναι η φύση! Η μάλλον η μετά-φύση…» Προς στιγμήν ο Άγγελος απόρησε «Η φύση; Ά, εννοείς το δίκτυο. Όχι, αυτό το ‘φτιαξε η κυβέρνηση». Η αίσθηση της απορίας μεταφέρθηκε στον Πέτρο. «Ποιά κυβέρνηση;!» «Η παγκόσμια κυβέρνηση. Ξέρεις, αυτή που ελέγχει τον κόσμο. Στη Γη τουλάχιστον». Ο Πέτρος φώναξε νευρικά. «Όχι, δεν ξέρω!» «Α, ναι, είναι μυστικό» είπε ο Άγγελος ήρεμα. «Η κυβέρνηση είναι ένα πολυπληθές σώμα αντιπροσώπων, κυρίως ζωντανών, που αποφασίζει ομόφωνα πάνω στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Η ομοφωνία στις αποφάσεις εξασφαλίζεται από την ίση και ολοκληρωτική πληροφόρηση όλων των μελών για τις συνθήκες που επικρατούν στη Γη και τις επιμέρους τους απόψεις, μέσω του δικτύου. Γι’ αυτό και κάνουν συνέχεια ψυχικά έργα για την επέκτασή του.  Όπως τώρα με το ξενοδοχείο. Από τότε που πέθανα, ο δρόμος για τα υψηλότερα επίπεδα μεταθανάτιας ύπαρξης είναι κλειστός λόγω έργων. Έτσι κατέληξα να στοιχειώνω αυτό το πεζοδρόμιο μέχρι να τελειώσουν».

   «Άρα…», ο Πέτρος προσπαθούσε  να επεξεργαστεί αυτή την αποκάλυψη, «άρα τα πάντα έχουν κάποιο σκοπό. Όλα τα γεγονότα που δείχνουν ότι ο κόσμος οδεύει στο χαοτικό του τέλος δεν είναι παρά κομμάτια ενός μεγάλου σχεδίου για την εξέλιξη της ανθρωπότητας!» «Αρχίζεις να πιάνεις το νόημα!» Είπε ο Άγγελος φιλικά. Ο Πέτρος συνέχισε το συλλογισμό του χαρούμενος. «Άρα ο κόσμος δε αυτοκαταστρέφεται! Υπάρχει ελπίδα για τη ζωή και για κάθε νέα ζωή! Τα πάντα ελέγχονται!» Στο σημείο αυτό το χαμόγελό του τον εγκατέλειψε. «Οι ζωές μας, καθώς και τα πάντα σ’ αυτό το πλανήτη παρακολουθούνται! Η μοίρα μας καθορίζεται από μία σκιώδη κυβέρνηση όπου δεν υπάρχει αντίλογος!» Η φωνή του μεταβλήθηκε σε μία κραυγή φρίκης. «Ζούμε σε έναν οργουελιανό εφιάλτη!» Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι του με απελπισία. «Εσύ δεν ικανοποιείσαι με τίποτα! Δεν απορώ που αυτοκτόνησες».

   Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο Πέτρος κοίταξε ενστικτωδώς προς το πτώμα του, μα δεν το έβλεπε πουθενά. Άρχισε να φωνάζει νευρικά «το πτώμα μου! Που πήγε το πτώμα μου;» Ο Άγγελος του απάντησε «το φορτώσανε σε ένα νοσοκομειακό πριν από λίγο. Είναι εύκολο να παραβλέψεις τι γίνεται γύρω σου στο κόσμο των ζωντανών όταν είσαι πεθαμένος. Πάντως μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να πάθει τίποτα χειρότερο από ό,τι του έχεις ήδη κάνει εσύ. Εκτός και αν έχεις πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ζωής…» Ο Πέτρος τον κοίταξε με αγωνιώδη απορία. Άρχισε να ρωτάει δειλά «όταν λες ‘πλήρη’ εννοείς το χρυσό πρόγραμμα με τα τρία αστράκια…» Ο Άγγελος στράφηκε σ’ αυτόν αιφνιδιασμένος. «Δεν το πιστεύω, έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη! Πήγε να αυτοκτονήσει και αγόρασε το πλήρες πρόγραμμα κάλυψης με τα τρία αστράκια!» Ο Πέτρος ξαναρώτησε δειλά «αυτό… είναι… κακό;» Ο Άγγελος ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα σε φέρουν πίσω στη ζωή!»

   Και αυτό έπαιρνε το βραβείο για το μεγαλύτερο σοκ που είχε δεχθεί ο Πέτρος από το πρωί. «Μα… μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο;!» «Η τεχνολογία υπάρχει, και αν μπορούν να σε χρεώσουν γι’ αυτό, να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνουν!» Ξαφνικά ένοιωσε ζαλισμένος. Η συγκεντρωτική επίδραση όλων των τελευταίων αποκαλύψεων είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή, και χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να παραπατάει. Οι προειδοποιήσεις του Άγγελου έφταναν στο μεταθανάτιο αντίστοιχο των αυτιών του σαν μια αόριστη ηχώ, όταν ένοιωσε την οριακή επαφή με ένα ρεύμα καθαρής ενέργειας, που τον τίναξε με ισχύ προς τα πίσω. Όταν συνήλθε κάπως, άκουσε τον Άγγελο να κατακρίνει την έλλειψη προσοχής του, καθώς και τον εαυτό του που μίλαγε στο βρόντο, και επέμενε να στοιχειώνει αυτό το πεζοδρόμιο αντί να ακολουθήσει το πολυσχιδές εννεαετές μονοπάτι των ψυχών, που παρακάμπτει τα έργα του δικτύου, για να εγκαταλείψει επιτέλους αυτό τον ηλίθιο κόσμο. Την ίδια στιγμή, μία μαυροντυμένη μορφή εμφανίστηκε μπροστά του, αποπνέοντας πειθαρχική σοβαρότητα. «Ά, υπέροχα!», φώναξε ο Άγγελος, «μας έφερες το μπαμπούλα!» Ο μαυροντυμένος έριξε μια βαριεστημένη ματιά στον Άγγελο και μετά στράφηκε προς τον Πέτρο. «Δεν ξέρω τι σας έχει πεί αυτό το άτομο, αλλά η υπηρεσία μας δεν φέρει καμία ευθύνη αν ορισμένοι άνθρωποι μικρής ηλικίας αντιλαμβάνονται τη ψυχική παρουσία μας ως τρομακτική. Ανεξάρτητα από αυτό, θα σας παρακαλέσω να μου δώσετε τα στοιχεία σας, και να μου εξηγήσετε την εκφερόμενη ως επίθεσή σας στο δίκτυο».

   Ο Πέτρος ένοιωθε πλέον πλήρως χαμένος και έριξε μια νευρική ματιά στον ολοένα και πιο θολό κόσμο που διαχεόταν γύρω του. Τότε, κάτι στο απέναντι πεζοδρόμιο τράβηξε την προσοχή του. Γούρλωσε τα μάτια του, και άρχισε να δείχνει με το τρεμουλιαστό του δάχτυλο ένα πλάσμα, ανθρωπίνων διαστάσεων και κορμοστασιάς, με χαρακτηριστικά που προσομοίαζαν κροκόδειλο, να περπατάει ανάμεσα στο πλήθος. Ο Άγγελος έσπευσε να τον πληροφορήσει. «Α, αυτός είναι ο Μπομπ. Είναι Βδυσδανιανός μετανάστης. Έχουν μια ολόκληρη αποικία λίγο παρακάτω». Ο μαυροντυμένος ρώτησε επιφυλακτικά τον Πέτρο «έχετε κάποιο πρόβλημα με τη παρουσία των Βδυσδανιανών; Μήπως έχετε έρθει σε επαφή με μέλη κάποιας από τις κατωτέρω ακρο-πλανητικιστικές οργανώσεις;» Έβγαλε μια λίστα και άρχισε να διαβάζει ονόματα, αφού φρόντισε να αναφέρει ότι η συζήτησή τους καταγραφότανε. Ο Πέτρος πλέον αντιλαμβανότανε τα πάντα σαν υπνωτισμένος. Τα λόγια τους φάνταζαν σαν μια αχνή μουσική που απορροφιότανε από μία ομίχλη που κάλυπτε σταδιακά τα πάντα. Μέχρι που κάποια στιγμή η κάλυψη άρχισε να εντείνεται, οι μορφές και τα χρώματα να παραμορφώνονται, ώσπου τελικά όλα χάθηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς κάποιο μακρινό σημείο του ορίζοντα, αφήνοντάς του μόνο σκοτάδι, στο οποίο παρέδωσε τις αισθήσεις του.

   Όταν ξύπνησε, ήταν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, με όλο του το σώμα καλυμμένο από γύψο. Μια νοσοκόμα ειδοποίησε έναν γιατρό, που έσπευσε να τον καλωσορίσει πίσω στη ζωή. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να κουνήσει το λαιμό του, οπότε ο γιατρός και η νοσοκόμα έπρεπε να σκύψουν πάνω από το κεφάλι του για να μπουν στον οπτικό του ορίζοντα. Ο γιατρός ιδιαίτερα, έμοιαζε πολύ χαρούμενος. «Πως αισθάνεστε; Μας είχατε τρομάξει για λίγο, αλλά η ανάρρωσή σας δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα ιατρικό θαύμα!» Με τις ασθενείς του δυνάμεις, ο Πέτρος ψιθύρισε «ήμουν νεκρός. Είδα… είδα το δίκτυο… τον Μπομπ… μου έδειξαν μια λίστα…» Ο γιατρός και η νοσοκόμα αλληλοκοιτάχτηκαν και μετά στράφηκαν πάλι στο Πέτρο. Ο γιατρός ήταν γελαστός. «Τρομάξατε έ; Μην ανησυχείτε, είναι αρκετά συχνό φαινόμενο οι ασθενείς στην κατάστασή σας να βλέπουν τέτοιες παραισθήσεις. Για την ακρίβεια, ό,τι ονειρευτήκατε εκτυλίχθηκε στο μυαλό σας μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα προτού ξυπνήσετε. Τώρα πρέπει να ξεκουραστείτε. Η νοσοκόμα θα σας δώσει ένα χάπι για να ηρεμίσετε, και εγώ θα ξαναπεράσω για να δώ πως είστε αργότερα».

   Κατάπιε το χάπι αδιαμαρτύρητα και προσπάθησε να εξισορροπήσει στο μυαλό του όλα όσα είχε βιώσει στο υπερπέραν, με την απλή και λογική εξήγηση του γιατρού. Όλα έμοιαζαν τόσο αλλόκοτα, τόσο ψεύτικα για να είναι αληθινά. Και θα είχε πειστεί, αν δεν έμενε μία μικρή αμφιβολία. Μία λεπτομέρεια στη σκίαση του φωτός που δεν θα είχε προσέξει μέχρι και την τελευταία φορά που ήταν ξύπνιος. Μα καθώς ο γιατρός έφευγε, για μία φευγαλέα στιγμή, κάτι στο περίγραμμα του προσώπου του έμοιαζε διαφορετικό και οικείο. Θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν φτυστός ο Μπομπ. Τότε όμως, το χάπι άρχισε να επενεργεί, και όλες αυτές οι σκέψεις έγιναν υπερβολικά βαριές για τη διάθεσή του. Συνειδητοποίησε πόσο απλός είναι τελικά ο κόσμος, και πως τίποτε άλλο δεν είναι το ίδιο αρμοστά απλό με έναν γλυκό ύπνο. Γιατί έπρεπε να γίνει καλά. Και τότε, υπήρχε ένα πράγμα στο οποίο θα μπορούσε να προσμένει με ανυπομονησία. Θα πήγαινε για ψώνια.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥΔΗΣ  – ΑΘΗΝΑΙ  2003

Πρώτη δημοσίευση: Νεανικοί Λογοτεχνικοί Διαγωνισμοί 2002-2009 …τα βραβευμένα, Ιωνικός Σύνδεσμος 2009

by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Συναφές:

Η τελευταία μέρα της γης (Και το τι Επακολούθησε)

Ο Dr. Manhattan και τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης

Μαρσέλ Προυστ – “Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο”

Ένα ταξίδι γύρω απο τον πλανήτη μας.

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -