Αρχισε η ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης;

«Αθόρυβα αλλά σοβαρά, οι βάσεις για τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης έχουν ήδη ριχθεί και το όλο εγχείρημα θα προχωρήσει σχετικά γρήγορα. Εξάλλου, η συνάντηση των τεσσάρων μεγάλων της Ενωσης στη Ρώμη, την πόλη όπου υπεγράφη η ιδρυτική συμφωνία της σημερινής Ε.Ε. το 1957, δεν είναι καθόλου τυχαία».


Αυτά μας είπε ένας από τους στενούς συμβούλους του Ιταλού πρωθυπουργού, Μάριο Μόντι, ο οποίος παίζει αποφασιστικό ρόλο στην όλη διαδικασία για την οικοδόμηση της Ευρώπης του 21ου αιώνα. Διότι, ο χαμηλού κατά τα άλλα προφίλ Ιταλός πρωθυπουργός, πέρα από το τεράστιο ακαδημαϊκό του κύρος, διαθέτει επίσης πολύ σημαντικές διεθνείς διασυνδέσεις και προσβάσεις, καθ’ όσον πριν αναλάβει την πρωθυπουργία υπήρξε εκτελεστικός πρόεδρος της περίφημης Τριμερούς, που είναι η ισχυρότερη δυτική οργάνωση στον κόσμο.

Σήμερα, το πρόβλημα της Ευρώπης για τον κ. Μ. Μόντι έγκειται στη διάσταση απόψεων που υπάρχει μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας ως προς το από πού πρέπει να ξεκινήσει η δημιουργία της ομοσπονδίας.

Κατά τη γερμανική εκδοχή, όπως αυτή διατυπώθηκε από την καγκελάριο Α. Μέρκελ στη Ρώμη, «χρειάζεται περισσότερη και όχι λιγότερη πολιτική Ευρώπη». Με άλλα λόγια, απαιτείται μία λίγο έως πολύ κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική, χωρίς την οποία η οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) ως προς το οικονομικό της σκέλος θα παραμείνει κενό γράμμα.

Την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται απολύτως ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος αντιτείνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει «μεταφορά κυριαρχίας» προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αν δεν προηγηθεί μία «βελτίωση της αλληλεγγύης». Για τον Γάλλο πρόεδρο είναι σαφές ότι προϋπόθεση για την οικονομική Ευρώπη είναι η αποκαλούμενη «αμοιβαιοποίηση της αγοράς κρατικών χρεών», κάτι που η Γερμανία για την ώρα απορρίπτει.

Οπως τονίζει γνωστός οικονομικός σύμβουλος της κας Α. Μέρκελ, η Γερμανία ναι μεν συμφωνεί με τη γαλλική πρόταση για ενίσχυση της ανάπτυξης στην Ε.Ε., ωστόσο θεωρεί ότι αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να γίνει χωρίς βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. «Δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε μία κρίση ελλειμμάτων με καινούργια χρέη. Δεν είναι δυνατόν να αγοράζουμε οικονομική μεγέθυνση με χρέη.


Η ανάπτυξη πρέπει να είναι το αποτέλεσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, διαφορετικά μεσοπροθέσμως η Ευρώπη θα βουλιάξει», τονίζει ο Γερμανός σύμβουλος. Αφήνει δε να υπονοηθεί ότι η Γερμανία, ως ο βασικός ταμίας της Ευρωζώνης, είναι πρόθυμη να εγκρίνει την ιδέα μιας δημοσιονομικής ένωσης, αλλά μόνον έπειτα από μία μακρά διαδικασία εναρμόνισης, όταν η κρίση θα έχει ήδη επιλυθεί.

Επίσης, επιμένει για ισχυρούς νέους κανόνες που θα περιορίζουν το ποσό των χρημάτων που μεμονωμένες χώρες θα μπορούν να δανειστούν και την επιβολή κυρώσεων σε εκείνους που παραβιάζουν τους κανόνες αυτούς.

Ρήξη με το παρελθόν

Πάνω στη λογική αυτή κινήθηκε, ως γνωστόν, το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο του οποίου ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι, έπεισε τη γερμανική πλευρά να βάλει νερό στο κρασί της. Ετσι, ελήφθησαν στη βελγική πρωτεύουσα κάποιες σημαντικές αποφάσεις, που στην ουσία είναι και η προέκταση της συνάντησης των τεσσάρων «μεγάλων» στη Ρώμη. Και αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ότι, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση ξέρει να λαμβάνει τις αποφάσεις που πρέπει.

Κατά συνέπεια, στη συνάντηση κορυφής, η κυβέρνηση της Ισπανίας εξασφάλισε τη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού της συστήματος με πόρους των μηχανισμών στήριξης, οι οποίοι θα δίδονται απευθείας στο τραπεζικό σύστημα, χωρίς να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και το δημόσιο χρέος της Ισπανίας. Πρόκειται για ρήξη με το παρελθόν, που στηρίζεται στη στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε η Γερμανίδα καγκελάριος, με βασικό πολιτικό αντάλλαγμα τη δημιουργία μέχρι τα τέλη του 2012 κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού εποπτείας των μεγάλων τραπεζών, στον οποίον κυρίαρχο ρόλο θα έχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Αποφασίστηκε, επίσης, η επαναγορά του δημοσίου χρέους της Ιταλίας από τους πόρους των ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης, χωρίς αυτού του είδους η παρέμβαση να οδηγεί στη μνημονιακή δέσμευση της οικονομικής πολιτικής της Ρώμης. Και αυτό οφείλεται στο ότι ο κ. Μ. Μόντι και η ολιγομελής κυβέρνησή του κάνουν ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη γειτονική μας χώρα, σεβόμενοι συμφωνίες και δεσμεύσεις έναντι των άλλων μελών της Ευρωζώνης.

Αλυσιδωτή αντίδραση

Υπό αυτές τις συνθήκες, εικάζεται από Ευρωπαίους παρατηρητές ότι τα διπλωματικά, οικονομικά κέρδη της Μαδρίτης και της Ρώμης αναμένεται να προκαλέσουν αλυσιδωτή αντίδραση, που μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο το ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Για παράδειγμα, είναι φανερό ότι η Ιρλανδία -η οποία πλήρωσε ακριβά την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος- θα ζητήσει βελτίωση των όρων του δικού της μνημονίου, στηριζόμενη στις διευκολύνσεις που δόθηκαν στην Ισπανία, αλλά και στις πολύ καλές επιδόσεις της σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων.

Η ιρλανδική οικονομία επανέρχεται σε τροχιά εντυπωσιακής ανάκαμψης και ξαναβρίσκει τη χαμένη για ένα διάστημα εξωστρέφειά της. Εμπνέει έτσι εμπιστοσύνη στη Γερμανία και στις άλλες βόρειες χώρες. Εξάλλου, με βάση τις παραπάνω αποφάσεις, λέγεται ότι η επόμενη μέρα μπορεί να είναι καλύτερη και για την Κύπρο, η οποία χρειάζεται ένα ποσόν της τάξης των 10 δισ. ευρώ (50% του ΑΕΠ) για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, οι οποίες πληρώνουν ακριβά την έκθεσή τους στον ελληνικό κίνδυνο και το πολυσυζητημένο PSI.

Ας σημειωθεί, όμως, ότι οι σημαντικές αποφάσεις των Βρυξελλών δεν οδηγούν αυτόματα σε παροχές και διευκολύνσεις, αλλά κάνουν λιγότερο δύσκολη την αντιμετώπιση της κρίσης υπερχρέωσης που αντιμετωπίζουν χώρες της Ευρωζώνης με μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα. Διαρθρωτικά προβλήματα που κάποιες χώρες κάνουν ό,τι μπορούν για να τα ξεπεράσουν και κάποιες άλλες, όπως η Ελλάδα, παραπέμπουν στις γνωστές καλένδες.

Μπορούμε έτσι να πούμε ότι η Ευρώπη οδεύει προς μια κοινή δημοσιονομική διαχείριση και όσοι δεν προετοιμασθούν γι’ αυτήν, απλώς θα μείνουν έξω. Αυτή η εκδοχή έχει όλο και περισσότερους θιασώτες στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων – διότι, δημοσιονομική ένωση σημαίνει πειθαρχία και χρηστή διαχείριση πόρων, πέρα από μικροκομματικά και λοιπά πελατειακά πολιτικά συμφέροντα.

Μπροστά λοιπόν σε αυτό το γεγονός, το οποίο πρέπει να θεωρείται δεδομένο, η γαλλική πλευρά πέρασε το περίφημο αναπτυξιακό σχέδιο των 120 δισεκατ. ευρώ και απομένει να δει κανείς με ποιον τρόπο θα γίνει η χρηματοδότησή του.

Από την άλλη μεριά, η Ε.Ε. καλείται να αποφασίσει και για το ρόλο της ΕΚΤ. Οπως υποστηρίζουν έγκυροι οικονομολόγοι, η δίδυμη ευρωπαϊκή κρίση φερεγγυότητας και ελλιπούς συνολικής ζήτησης εμπίπτει πλήρως στο σχέδιο του εκδότη του νομίσματος (την ΕΚΤ) και όχι στους χρήστες του (τα κράτη-μέλη του ευρώ).

Επομένως, αν δεν εγγυηθεί η ΕΚΤ εμμέσως ή ευθέως τη νομισματική ένωση, η φερεγγυότητα θα παραμείνει πάντα ζήτημα, είτε για την Ελλάδα είτε για την Πορτογαλία είτε για την Ισπανία είτε για την Ιταλία είτε ακόμα και για τη Γερμανία. Με άλλα λόγια, η κρίση θα μπορούσε να ξεπεραστεί αν η ΕΚΤ γινόταν ο δανειστής εσχάτης ανάγκης για τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, η οποία σήμερα κυριολεκτικά υποφέρει από πιστωτική ασφυξία.

Και η τελευταία, ως γνωστόν, πλήττει άμεσα τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που είναι και παραγωγός φορολογικών εσόδων, πέρα από τη συμμετοχή του στο σχηματισμό του ΑΕΠ.

Ως φαίνεται, όμως, η επιμονή της κας Α. Μέρκελ να αρνείται ορισμένες πιο διαλλακτικές γαλλικές θέσεις ως προς την πορεία της Ε.Ε., πρέπει να οφείλεται σε εσωτερικά νομικά προβλήματα, υποστηρίζουν ορισμένοι παρατηρητές των ευρωπαϊκών πραγμάτων.

Συγκεκριμένα, κάνουν λόγο για το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο και τις πιθανές αντιδράσεις του σε αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν στο επίπεδο της ΕΚΤ. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι το νόημα της γνωμοδότησης του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την ελληνική διάσωση του 2010 ήταν ότι ο μηχανισμός εκκαθάρισης συναλλαγών του ευρωσυστήματος Target-2 και οι διάφοροι άλλοι τύποι δανεισμού εσχάτου καταφυγίου της ΕΚΤ είναι αντισυνταγματικοί, επειδή ενέχουν μιαν απροσδιόριστη και χωρίς ορατό τέλος έκθεση για το γερμανικό λαό σε ζημίες από τις διασώσεις των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Επιπλέον, η Γερμανίδα καγκελάριος φοβάται ότι η αμφισβήτηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορεί να επεκταθεί και στο πρόγραμμα εγγυήσεως καταθέσεων που συζητείται στην Ε.Ε. Στο επίπεδο αυτό, η κα Α. Μέρκελ είναι πολύ πιθανόν να συνειδητοποιεί ότι η απόρριψη της πρότασης για πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να φέρει στο φως και το ζήτημα της συνταγματικότητας του Target-2, που είναι ήδη επιβαρημένο με 300 δισ. ευρώ λένε οι «κακές γλώσσες». Μία απόρριψη, λοιπόν, του συστήματος αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη φυγή καταθέσεων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η οποία έχει ήδη απολέσει περί τα 200 δισ. ευρώ στον τομέα αυτόν.

Είναι λοιπόν σαφές ότι η Γερμανίδα καγκελάριος αναζητεί τρόπους διαφυγής και πολλά θα εξαρτηθούν αν στην περίπτωση αυτή θα βοηθηθεί από τη Γαλλία και πόσο. Πληροφορίες μας λένε ότι, μετά την εντυπωσιακή νίκη των Γάλλων Σοσιαλιστών στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ο πρόεδρος Φρ. Ολάντ σταδιακά θα πλησιάσει στις περί πολιτικής ένωσης της Ευρώπης γερμανικές θέσεις, ιδιαίτερα δε μετά την από μέρους της γερμανικής πλευράς αποδοχή μεγάλου μέρους του αναπτυξιακού σχεδίου του στη Ρώμη.

Η Ρώμη αφετηρία για το μέλλον

Ετσι, με αφετηρία τη Ρώμη, μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι, χωρίς πολλές φανφάρες, οι τέσσερις «μεγάλοι» έριξαν, άτυπα, τις βάσεις για την αυριανή ομοσπονδία της Ευρώπης. Ωστόσο, το σοβαρότερο άμεσο θέμα των συζητήσεων στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα είναι, σε πρώτη φάση, η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Οπως μας επεσήμανε προσφάτως ο κ. Γιώργος Ζαββός, πρώην ευρωβουλευτής και πρόεδρος της επιτροπής για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η τραπεζική κρίση στην Ιρλανδία -τώρα δε και στην Ισπανία- δείχνει ότι το κύριο πρόβλημα της Ευρωζώνης οφείλεται στο τραπεζικό σύστημα και δευτερευόντως στα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη. Επιπλέον, αποκαλύπτει ότι το ευρωπαϊκό παράδοξο της συνύπαρξης μιας ενιαίας νομισματικής αρχής (ΕΚΤ) με 27 εθνικές τραπεζικές εποπτικές αρχές δημιουργεί μία επικίνδυνη ασυμμετρία.

Είκοσι χρόνια μετά τη Συμφωνία του Μάαστριχτ και τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, επιβεβαιώνεται ότι μία νομισματική ένωση, όπως η Ευρωζώνη, χρειάζεται απαραίτητα δύο ακόμη πυλώνες: μία τραπεζική και μία δημοσιονομική ένωση.

Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης προηγείται της δημοσιονομικής, εφόσον και η ανάπτυξη ως κύριος μοχλός εξόδου από την κρίση δεν λειτουργεί χωρίς σταθερό ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και αγορά ομολόγων. Αυτή η τραπεζική ένωση θα είναι, συνεπώς, και το διακύβευμα στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – το οποίο είναι ζωτική ανάγκη να στείλει θετικά μηνύματα στις αγορές. Και ένα ερώτημα που μας απασχολεί είναι αυτό του κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορέσει να παραμείνει εντός Ευρώπης.

    ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ , naftemporiki.gr

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -